Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

ΚΚΕ(μ-λ) | Ακροβασίες της αναρχίας/αυτονομίας στο έδαφος της ήττας και των αδιεξόδων


 «Στο βαθμό που ισχύουν τα παραπάνω, αν υπήρχε δηλαδή απόφαση για "πολιτικό διαχωρισμό από τα μπλοκ της αναρχίας", τότε οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που τη συνομολόγησαν -ή δεν την κατήγγειλαν ανοιχτά- έχουν υποπέσει κατά την άποψή μας σε βαρύτατο πολιτικό ατόπημα».

Από το κείμενο «Σχετικά με την ανακοίνωση του ΚΚΕ(μ-λ) για τη διαδήλωση της 6ης Δεκέμβρη και την απόφαση -μέρους- της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς για "πολιτικό διαχωρισμό από τα αναρχικά μπλοκ"» που δημοσιεύτηκε στο Efodos.net με την υπογραφή «Αναρχικοί/ες, Κομμουνιστές/στριες που συμμετείχαμε στη διαδήλωση της 6ης Δεκέμβρη».

Καταρχάς, θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν γράφουμε αυτήν την τοποθέτηση με κύριο σκοπό να απαντήσουμε στα όσα μας καταλογίζει το παραπάνω κείμενο. Πολύ περισσότερο, δεν νιώθουμε καμία ανάγκη να απολογηθούμε (σε ποιους άραγε;) για το «βαρύτατο πολιτικό ατόπημα» που υποτίθεται ότι διαπράξαμε. Ούτε, ασφαλώς, μας παρακίνησαν τόσο οι αμετροέπειες και οι συκοφαντικές επιθέσεις των συντακτών του κειμένου κατά του ΚΚΕ(μ-λ), μιας και η στάση της οργάνωσής μας σε κρίσιμες περιόδους, διαδηλώσεις, συγκρούσεις είναι γνωστή και αναγνωρισμένη από κάθε αγωνιστή που αναφέρεται στο κίνημα και διατηρεί έστω και κάποια ψήγματα στοιχειώδους πολιτικής εντιμότητας.

Η αλήθεια είναι ότι βρίσκουμε ξανά μια αφορμή για να καταθέσουμε την άποψή μας -έστω και σε συντομία- για ένα ζήτημα αρκετά ταλαιπωρημένο, πολυκαιρισμένο και πολλαπλώς απαντημένο, που συνοψίζεται στο ερώτημα: ποια είναι η σχέση της κομμουνιστικής κοσμοαντίληψης και πρακτικής με την αναρχική;

Να πούμε εδώ πως το ζήτημα αυτό από τη μεριά μας θεωρείται καταρχήν λυμένο, θεωρητικά και πρακτικά, από τη μακρά πορεία του εργατικού-επαναστατικού-κομμουνιστικού κινήματος. Εντούτοις, δεν χωράει αμφιβολία πως, ακριβώς στο έδαφος της ήττας αυτού του κινήματος και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, της ιδεολογικής-πολιτικής-οργανωτικής αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης, το πρόβλημα επανέρχεται με νέες μορφές και ζητάει απαντήσεις. Ως εκ τούτου, έχουμε πλήρη επίγνωση ότι θα μας απασχολήσει και στο μέλλον και γι' αυτό δηλώνουμε απόλυτα ανοιχτοί στον διάλογο και την αντιπαράθεση.


Κομμουνισμός και αναρχία: ρεύματα ασυμβίβαστα και ανταγωνιστικά μεταξύ τους

«Ο αναρχισμός ήταν συχνά ένα είδος τιμωρίας για τα οπορτουνιστικά αμαρτήματα του εργατικού κινήματος. Και τα δύο αυτά εκτρώματα αλληλοσυμπληρώνονταν».

Στη ρήση αυτή του Λένιν μπορεί μέχρι και σήμερα κάποιος να αναζητήσει την ερμηνεία της πολιτικής βάσης αναπαραγωγής και ανάπτυξης των αναρχικών/αυτόνομων ομαδοποιήσεων στις σύγχρονες συνθήκες. Πράγματι, η ήττα του εργατικού-επαναστατικού-κομμουνιστικού κινήματος και η αστικορεφορμιστική κυριαρχία που είχε ως συνέπεια, παράλληλα με την εμφανή αδυναμία των επαναστατικών δυνάμεων να καθορίσουν καταστάσεις, έχουν αφήσει το πεδίο ελεύθερο στην αναρχική δράση και ιδεολογία. Έτσι, τα ξεπουλήματα αγώνων από τον επίσημο -και μη- ρεφορμισμό, οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες, η ξέφρενη εκλογολαγνεία, η γραμμή της ταξικής συνεργασίας, η ποικιλόμορφη συμμόρφωση στην αστική νομιμότητα, η συνεχής και καθημερινή δυσφήμιση του «κόκκινου», των κομμουνιστικών συμβόλων και ιδανικών από αυτούς που ψευδεπίγραφα και καταχρηστικά τα επικαλούνται (το 600άρι στους μπάτσους από το ΚΚΕ είναι ένα πρόσφατο και κραυγαλέο παράδειγμα, αλλά όχι το μόνο), οδηγούν ένα ολόκληρο αγωνιστικό δυναμικό αηδιασμένο στην αγκαλιά της αναρχίας/αυτονομίας. Δεν του είναι άμεσα ορατό, βέβαια, ότι με αυτή του την επιλογή καταλήγει τελικά στα ίδια και χειρότερα αδιέξοδα!

Ασφαλώς, στο παραπάνω συμβάλλει καθοριστικά και ο κυρίαρχος αστικός αντικομμουνισμός, που αποτελεί κεντρικό φυσιογνωμικό στοιχείο και τον ακρογωνιαίο λίθο της αναρχικής θεώρησης. Και ας θυμήθηκαν οι συντάκτες του κειμένου... τον Μάο! Γιατί τι άλλο είναι η πρόθυμη και αυτούσια αναπαραγωγή κάθε αστικής χυδαιότητας για το κομμουνιστικό κίνημα του προηγούμενου αιώνα από τα μέλη του «χώρου»; Τι άλλο είναι το αντιαριστερό μένος με το οποίο κινούνται τμήματα της αναρχίας ενάντια σε δυνάμεις και αγωνιστές της αριστεράς σε διαδικασίες του κινήματος, που πολλές φορές φτάνει μέχρι και σε ανοιχτούς τραμπουκισμούς; Τι άλλο είναι η άρνηση και καταγγελία της πολιτικής οργάνωσης ως «εξουσιαστικής κατασκευής» και τα έξαλλα αντικομματικά-αντιπαραταξιακά κηρύγματα, και μάλιστα σε μια συγκυρία ανελέητης επίθεσης του συστήματος στην οργανωμένη πάλη, που φτάνει μέχρι και στην επιδίωξη της ποινικοποίησής της (όπως χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, δείχνουν τα μέτρα που προωθούνται για τις παρατάξεις στα πανεπιστήμια); Για όλα αυτά έχουν να πουν κάτι -ανοιχτά, ξεκάθαρα και αναλαμβάνοντας το κόστος αυτής της επιλογής- όσοι επιχειρούν σήμερα να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα ή, στο όνομα μιας τάχα «σύνθεσης», τα αντιπαρέρχονται με «ναι μεν, αλλά», αν δεν τα κρύβουν τελείως κάτω απ' το χαλί;

Στην πραγματικότητα, το πλήγμα που έχουν δεχτεί στη σημερινή εποχή οι αριστερές ιδέες και αξίες της οργάνωσης, της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης παρέχει ένα προνομιακό πεδίο για την εξάπλωση της αναρχικής ιδεολογίας, ακόμα και αν συλλογικότητες του α/α χώρου εμφανίζονται να ομνύουν σε κάποιες από αυτές τις έννοιες. Στον πυρήνα της αναρχικής κοσμοθεώρησης, άλλωστε, βρίσκεται η αποθέωση της ατομικότητας, η αυτονομία του μεμονωμένου ανθρώπου, η αυτενέργεια της μονάδας. Αυτό είναι απόλυτα συμβατό από κοινωνική άποψη με την ψυχολογία και την οπτική των μικροαστικών στρωμάτων, των οποίων ο α/α χώρος αποτελεί πολιτική έκφραση. Ειδικά σε συνθήκες κρίσης και καταβύθισής τους, ορισμένα από τα τμήματα αυτών των στρωμάτων ριζοσπαστικοποιούνται και αναζητούν διέξοδο, που -ελλείψει σύνδεσης με μια συγκροτημένη εργατική τάξη και την κομμουνιστική κατεύθυνση- καταλήγει, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια ανώδυνη φασαρία.

Το πράγμα από εκεί και πέρα είναι απλό: οι αναρχικοί ηγέτες (γιατί υπάρχουν σε αφθονία τέτοιοι, όσο και να πασχίζει να το αποκρύψει αυτό ένας χώρος που κλίνει σε όλες τις πτώσεις τις «οριζόντιες» και «αντιιεραρχικές» δομές, ενώ στο εσωτερικό του ο παραγοντισμός βασιλεύει) αναλαμβάνουν να δώσουν φωνή στη μικροαστική απελπισία: «εδώ και τώρα όλα κάτω», «10, 100, 1.000 καταλήψεις», «επίθεση με τα υλικά των εξεγέρσεων στην καταστολή: δηλαδή με πέτρες και μολότοφ»!

Το τελευταίο σύνθημα είναι, φυσικά, δικιά μας παράφραση αποσπάσματος του κειμένου για το οποίο γίνεται λόγος. Δεν μας εκπλήσσει καθόλου το ότι οι συντάκτες του έχουν ανακαλύψει τα «υλικά των εξεγέρσεων» (πολύ χαμηλά βάζουν τον πήχη για τις εξεγέρσεις του μέλλοντος μάλλον), χωρίς να είναι διαθέσιμα το περιεχόμενο, οι στόχοι και το υποκείμενο των εξεγέρσεων!

Εξάλλου, πότε ασχολήθηκε με τις μάζες η αναρχία, για να το κάνει τώρα; Σε τέτοιες προσεγγίσεις βρίσκουμε άλλη μια εκδήλωση της βαθιάς υποτίμησης και περιφρόνησης των μαζών, που είναι χαρακτηριστικό σύμφυτο στις αντιλήψεις και πρακτικές των α/α ομάδων. Σύμφωνα με αυτές, η εργατική τάξη, ο λαός και η νεολαία είναι «υποταγμένοι», αφού ζουν, κινούνται, σπουδάζουν, εργάζονται εντός και με τους όρους αυτής της κοινωνίας, σε αντίθεση με τις «εξεγερμένες ατομικότητες» και «δομές». Δεν μπορούν να «δραπετεύσουν» σε μικροαστικά ονειροπολήματα «συγκρούσεων» ή «εναλλακτικού τρόπου ζωής» εντός κάποιας «κατάληψης κοινωνικού χώρου». Δεν μπορούν να «αισθανθούν» την «ελευθερία», που για την αναρχία νοείται εντελώς μεταφυσικά, ως μια έννοια αιώνια, απόλυτη και αμετάβλητη σε χώρο και χρόνο, ανεξάρτητη από τις πραγματικές κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις.


Είναι δυνατόν, όμως, να θεμελιωθεί το οποιοδήποτε όραμα έξω από αυτές;

Ολόκληρη η διαδρομή του κομμουνιστικού κινήματος στηρίχθηκε στο εξής κοσμοϊστορικό γεγονός, που καθόρισε τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο για πάνω από έναν αιώνα: τη συνένωση της κομμουνιστικής απελευθερωτικής ιδεολογίας με το κίνημα της εργατικής τάξης. Στη βάση αυτής της σχέσης πολιτικού και κοινωνικού υποκειμένου πραγματοποιήθηκαν οι έφοδοι των μαζών, γκρεμίστηκαν τα παλιά καθεστώτα, ανατράπηκε η αστική εξουσία και η ιμπεριαλιστική επικυριαρχία σε μια σειρά από χώρες, οικοδομήθηκαν νέες κοινωνίες, άλλαξε η όψη του κόσμου, μέχρι να αναστραφεί αυτή η πορεία από την ήττα και την καπιταλιστική παλινόρθωση.

Πώς, ακριβώς, απαντάει η α/α το ερώτημα του υποκειμένου; Οι περιπλανήσεις που έχει κάνει ιστορικά, από τις θεωρητικές συλλήψεις για μια «ξεχειλωμένη» εργατική τάξη μέχρι και τις αναζητήσεις για νέα επαναστατικά υποκείμενα στο «περιθώριο» και σε διάφορες επιμέρους κοινωνικές κατηγορίες, αποδεικνύουν ότι δεν μπορεί.

Δεν μπορεί διότι, σε αντιδιαστολή με τον μαρξισμό που απάντησε αυτά τα ζητήματα από τον 19ο αιώνα, αδυνατεί να κατανοήσει τους ιστορικούς όρους και τη νομοτέλεια ανάπτυξης των κοινωνιών, την ταξική πάλη ως «μηχανισμό» της κοινωνικής εξέλιξης. Έχει να επιδείξει μόνο θεωρητική-πολιτική φτώχεια σε ό,τι αφορά την προσέγγιση της ουσίας της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης και, σε συνάρτηση με αυτό, ούτε θέλει ούτε μπορεί να καταπιαστεί στα σοβαρά με το ζήτημα του ποια είναι και πού εντοπίζεται η πρωτοπόρα τάξη της κοινωνίας.

- Πώς οδηγούμαστε μέσα από αυτήν την παρέκβαση στις σημερινές στάσεις του α/α χώρου; Μα από το γεγονός ότι, ενώ μπορεί να χλευάζει με ύφος χιλίων καρδιναλίων το κομμουνιστικό κίνημα για τις αδυναμίες του και την ήττα του (έχοντας μείνει εντελώς έξω από τον χορό των συγκλονιστικών γεγονότων του προηγούμενου αιώνα, σαν «κακεντρεχής παρατηρητής» ή και ενίοτε πρόθυμος συνεργός της αντίδρασης), την ίδια στιγμή στέκεται με την ίδια και απαράλλαχτη αμηχανία απέναντι στα ερωτήματα που αυτό κατάφερε προ πολλού να απαντήσει και τις διεξόδους που μπόρεσε να δώσει.

Δεν υπάρχει, επομένως, η τάξη και η πάλη της. Υπάρχει το «ανταγωνιστικό κίνημα» (της κοινωνίας με το κράτος; των εξεγερμένων με τους εξουσιαστές; ποιοι είναι αυτοί που ανταγωνίζονται;). Ακόμα και όταν α/α συλλογικότητες αναφέρονται διακηρυκτικά στον «κοινωνικό και ταξικό πόλεμο», δυσκολεύονται να προσδιορίσουν ανάμεσα σε ποιους διεξάγεται. Δεν υπάρχει ο υπολογισμός του επιπέδου συγκρότησης και των διαθέσεων των μαζών για τον καθορισμό αιτημάτων, στόχων και μορφών πάλης. Υπάρχει μόνο η άκρατη βουλησιαρχία και οι επιθυμίες των μεμονωμένων «εξοργισμένων» ατόμων, που με ακτιβισμούς και παραδειγματικές ενέργειες, κυνηγητό με τις δυνάμεις καταστολής, συμβολικά σπασίματα ή ακόμα και ατομικό τερορισμό, θα «διεγείρουν» τον «κοιμισμένο» λαό. Και ας επιβάλλεται αυτό στο σύνολο των περιπτώσεων με τον πιο άθλιο «εξουσιαστικό» τρόπο, στις πλάτες ολόκληρων μαζικών διαδικασιών και πορειών του κινήματος, κόντρα στη συλλογική θέληση των συμμετεχόντων και αφήνοντάς τους πλήρως εκτεθειμένους στη μανία της κρατικής τρομοκρατίας.


Δεν είναι «αναρχοφοβικοί» οι κομμουνιστές! Η α/α είναι απόλυτα φοβική και εχθρική προς τις μάζες, την οργάνωσή τους και την πάλη τους!

Το θεωρητικό-πρακτικό έκτρωμα της καθεστωτικής αριστεράς, που εκφράζεται με το «ένα είναι το κόμμα» του ΚΚΕ και την ταύτισή του με το κίνημα, αλληλοσυμπληρώνεται με το αντίστοιχό του της αναρχίας, που δεν αναγνωρίζει ως κίνημα οτιδήποτε βρίσκεται έξω από τα όρια των ομάδων, των συνελεύσεων βάσης, των καταλήψεων και του ευρύτερου κομματικού μηχανισμού (ναι, τέτοιος είναι, και ας τον βαφτίζουν αλλιώς) και του τρόπου δράσης της α/α.

Άμεση πρακτική συνέπεια αυτού είναι και οι μεθοδευμένες απόπειρες της α/α σε κινηματικές περιόδους να παρακάμψει μέχρι και την ίδια την αυτοοργάνωση των μαζών, αφαιρώντας την αποφασιστική αρμοδιότητα από τα πρωτοβάθμια συνδικαλιστικά τους όργανα και τις ανώτερες δημοκρατικές τους διαδικασίες, όπως οι συνελεύσεις των συλλόγων. Αυτά υποκαθίστανται από τα λεγόμενα «κέντρα αγώνα», μέσω των οποίων η α/α επιχειρεί να επιβάλει στο μαζικό κίνημα ως «δικιά του» απόφαση την «αδιαμεσολάβητη» κομματική γραμμή της (ναι, τέτοια είναι, και ας τη βαφτίζουν αλλιώς). Λογική και πρακτική κραυγαλέα αντιδημοκρατική, που λειτουργεί διαλυτικά και σε αντιπαράθεση με τις ανάγκες του κινήματος. Γιατί, αντί να μετατραπούν σε εστίες αντίστασης και κέντρα αγώνα οι ίδιοι οι χώροι σπουδών, δουλειάς και ζωής του λαού και της νεολαίας, και -στη βάση αυτή και με δεδομένη την κοινή συνισταμένη των αποφάσεων των οργάνων τους- να επιδιώκεται ο συντονισμός τους, προκρίνεται η υποβάθμιση του ρόλου τους. Γιατί, αντί να πάρουν οι μάζες την υπόθεση του αγώνα στα δικά τους χέρια, υποβιβάζονται στη θέση του παρατηρητή των ενεργειών και των αποφάσεων κάποιων αυτόκλητων «πεφωτισμένων», που φλυαρούν για το «από τα κάτω», ενώ στην πράξη προωθούν τα πάντα «από τα πάνω».

Είναι πολύ χαρακτηριστικό το ότι στη βάση της παραπάνω λογικής εγκαλούμαστε ως «άκαπνοι της εξέγερσης του Δεκέμβρη» (με ύφος απόλυτα αναντίστοιχο της πολιτικής τους ένδειας και των συναγωνιστικών σχέσεων που ευαγγελίζονται) από τους «μπαρουτοκαπνισμένους» εργολάβους των εξεγέρσεων που συνέταξαν το κείμενο. Ο -επί της ουσίας- «ΚΝίτικος» τρόπος σκέψης των αναρχικών «μας» δεν μπορεί να διανοηθεί ότι υπάρχουν δυνάμεις και ρεύματα με ενεργό συμμετοχή στο κίνημα πέρα από τις μεθόδους που αυτοί επιλέγουν. Είναι τέτοιο το βούλιαγμα στη μικροαστική ονείρωξη, μάλιστα, που πιστεύουν ότι τα «κέντρα αγώνα» τους (όπως αυτά σε Πολυτεχνείο, Νομική, ΑΣΟΕΕ) αποτέλεσαν περίπου κάτι σαν το άκρον άωτον του ξεσπάσματος του Δεκέμβρη.

Για να θυμίσουμε λίγο τα γεγονότα, αξίζει να σημειώσουμε πως η κατάληψη της αναρχίας στην ΑΣΟΕΕ τον Δεκέμβρη του 2008 έπαιξε αντιδραστικό ρόλο, έχοντας σαν αποτέλεσμα μέχρι και να εμποδίζεται ο φοιτητικός σύλλογος να πραγματοποιήσει συνέλευση. Την ίδια στιγμή, τα «κέντρα» σε Πολυτεχνείο και Νομική αποτέλεσαν πεδίο μικροπολιτικής αντιπαράθεσης των συνιστωσών των ΕΑΑΚ (ΑΡΑΣ από τη μια, ΝΑΡ-ΑΡΑΝ από την άλλη), αλλά και ζύμωσης από κοινού με τη νεολαία ΣΥΡΙΖΑ του εκλογικίστικου αιτήματος «Κάτω η κυβέρνηση των δολοφόνων» και της ρεφορμιστικής τους προτασεολογίας.

Φυσικά, όπως απέδειξε και στα πρόσφατα γεγονότα του φοιτητικού ξεσηκωμού στη Θεσσαλονίκη ενάντια στο νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, η α/α δεν έχει κανένα πρόβλημα με το να ζυμώνεται ή και να υιοθετεί τα κλασικά ρεφορμιστικά αιτήματα! Με μπόλικες αυταπάτες για τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης και της έρευνας στον καπιταλισμό, σαν να επρόκειτο για αταξικούς μηχανισμούς και διαδικασίες, με μεγάλη ευκολία «δανείστηκε» από την ΚΝΕ και λοιπούς ρεφορμιστές το σύνθημα «έρευνα για τις ανάγκες μας» και αναπαρήγαγε τα θεωρήματα περί «ακαδημαϊκής κοινότητας» με συνεχείς απευθύνσεις στο καθηγητικό κατεστημένο. Το «κέντρο» της κατάληψης της πρυτανείας, όπου οι δυνάμεις της α/α διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο, πρωτοστάτησε στο αίτημα «Παπαϊωάννου παραιτήσου», συνδράμοντας στις ψευδαισθήσεις για τα αποτελέσματα μιας πιθανής εναλλαγής του διαχειριστή της επίθεσης.

Έτσι κι αλλιώς, ο ατόφιος ρεφορμισμός αποτελεί την πεμπτουσία του α/α σώματος θέσεων και πρακτικών. Αυτό ακριβώς, και τίποτε περισσότερο, είναι η πρόταση για τη δημιουργία «νησίδων ελευθερίας» σε συνθήκες καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και αστικής πολιτικής κυριαρχίας. Ελάχιστα διαφέρει από την κλασική μεταρρυθμιστική λογική της σταδιακής «άλωσης» του αστικού κράτους και των «μετασχηματισμών» και «τομών» που βαθμιαία θα οδηγήσουν στη γέννηση της νέας κοινωνίας από τα σπλάγχνα της παλιάς. Ο κοινός παρονομαστής δεν είναι άλλος από την παραίτηση από την προοπτική της κεντρικής αναμέτρησης με το σύστημα και του επαναστατικού τσακίσματος της αστικής κρατικής μηχανής. Άλλωστε, φάνηκε ιστορικά ότι κάτι τέτοιο οδηγεί στην ανάγκη εγκαθίδρυσης μιας νέας εξουσίας και στη δικτατορία του προλεταριάτου, μιας έννοιας απαγορευμένης στη σκέψη και τον λόγο αναρχικών και ρεφορμιστών.

Η μόνη ειδοποιός διαφορά, ίσως, είναι ότι οι α/α ομάδες καυχιούνται πως υλοποιούν αυτό το «όραμα» στον παρόντα χρόνο, «εδώ και τώρα», εντός των καταλήψεων και των «αυτοδιαχειριζόμενων δομών». Πέρα από το ότι η κατάληξη τέτοιων εγχειρημάτων είναι απλώς η καθημερινή διαχείριση της μιζέριας και της απελπισίας εντός των σχέσεων μιας κοινωνίας εκμετάλλευσης και καταπίεσης από τις οποίες δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει, το γεγονός αυτό έχει ένα κρίσιμο επακόλουθο για τις α/α ομάδες: την εξάρτηση των όποιων δυνατοτήτων τους να συμβιώνουν «εναλλακτικά» από τον βαθμό ανοχής που στην εκάστοτε φάση επιδεικνύει απέναντι σε αυτές τις δομές το αστικό κράτος.

Επομένως, όταν τα περιθώρια ανοχής εξαντλήθηκαν και το κράτος αποφάσισε να δείξει τα δόντια του, ο χώρος της α/α βρέθηκε σε εξαιρετικά δυσμενή θέση. Η πίεση αυτή, σε συνδυασμό με τη λαθεμένη ανάγνωση των χαρακτηριστικών και της φάσης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, τον έκανε επιρρεπή σε αυταπάτες μιας πιο «ήπιας διαχείρισης». Στη βάση αυτή, λοιπόν, σαν έτοιμος από καιρό, ρυμουλκήθηκε από την κυβερνητική λύση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, στη συντριπτική του πλειοψηφία τον στήριξε εκλογικά, ενώ τάσεις του τον ακολούθησαν μέχρι και στο κάλπικο δημοψήφισμα, προσδοκώντας μια άλλου είδους αντιμετώπιση. Για άλλη μια φορά, διαψεύστηκε.


Προκύπτουν αβίαστα, συνεπώς, τα ερωτήματα:

Όλα όσα αναφέραμε, καθώς και αρκετά ακόμα που παραλείψαμε, αποτελούν ή όχι τους όρους ενός εξ αντικειμένου πολιτικού διαχωρισμού μεταξύ κομμουνισμού και αναρχίας/αυτονομίας; Τούτος ξεπήδησε αυθαίρετα, ως προϊόν απόφασης μιας ή περισσότερων οργανώσεων ή διαμορφώθηκε σε μια ολόκληρη ιστορική πορεία, κατά την οποία η σχέση των δύο ρευμάτων ήταν κατά βάση ανταγωνιστική;

Υπάρχει ή δεν υπάρχει αντικειμενικά πολιτικός διαχωρισμός:

- Ανάμεσα στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής του συστήματος και τις «εναλλακτικές δομές αυτοδιαχείρισης» εντός του καπιταλισμού;

- Ανάμεσα στην υπεράσπιση της πάλης των λαών στο τότε, το τώρα και το αύριο, με τους όρους που αυτή επιμένει να εξελίσσεται και την απόρριψη μετά βδελυγμίας οποιασδήποτε κίνησης δεν συντελείται με βάση τις εγκεφαλικές προδιαγραφές ορισμένων, που φτάνει μέχρι και στο τσαλαβούτημα στην αστική λασπολογία;

- Ανάμεσα στη διαλεκτική σχέση ιστορικού και λογικού και την άρνηση της Ιστορίας, των ταξικών αντιθέσεων και της πραγματικής κίνησης και κατεύθυνσης που αυτές με όρους αναγκαιότητας παράγουν;

- Ανάμεσα στη λογική οικοδόμησης μαζικού λαϊκού κινήματος και την αυτόβουλη δράση των «εξεγερμένων» ατομικοτήτων;

- Ανάμεσα στο πρόταγμα της λαϊκής αυτοοργάνωσης και την περιχαράκωση σε δομές ομοϊδεατών;

- Ανάμεσα στην προώθηση μέσων πάλης, όπως η κατάληψη, με βασικό κριτήριο το επίπεδο συνείδησης των μαζών, την ανάγκη όξυνσης της αντιπαράθεσης με το σύστημα και την αντίληψη που ανακαλύπτει σε αυτά «εναλλακτικούς» τρόπους ζωής;

- Ανάμεσα στη λογική συσπείρωσης δυνάμεων πάνω σε στόχους πάλης που αναδεικνύουν οι ανάγκες των μαζών και την παντός καιρού και διά πάσα νόσο επίκληση της «εξέγερσης»;

- Ανάμεσα στην κατεύθυνση συγκρότησης της εργατικής τάξης ως «τάξης για τον εαυτό της», μέχρι και το ανώτερο πολιτικό επίπεδο, και την εξιδανίκευση της ανοργανωσιάς, την υποταγή στον τρεϊντ-γιουνιονισμό, την άρνηση του πολιτικού αγώνα;

- Ανάμεσα στην αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση στο κίνημα και τη νηπιακή προσέγγιση που, στην καλύτερη περίπτωση, βλέπει μόνο το δίπολο κράτος/κεφάλαιο-κοινωνία;

Και, τελικά, ποιος έχει το πρόβλημα; Εμείς που τα διαπιστώνουμε όλα αυτά ή εκείνοι που πασχίζουν «με το ζόρι» να εισαγάγουν στοιχεία τού ενός στο άλλο, όταν είναι πασιφανές ότι του είναι «ξένα» και πρόκειται αργά ή γρήγορα να τα απορρίψει, όπως το ανοσοποιητικό ενός λήπτη το μη συμβατό μόσχευμα;


Ποιον κοροϊδεύουν οι θιασώτες της «ενότητας»;

Δεν θα γράφαμε ούτε λέξη παραπάνω για να αντικρούσουμε την κατηγορία περί «διάρρηξης των σχέσεων» που μας προσάπτουν οι συντάκτες του κειμένου αν, επιπλέον, δεν συνιστούσε και μια εξόφθαλμη και προκλητική αντιστροφή της πραγματικότητας.

Αλήθεια, ήταν προσκεκλημένες οι πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς στην αναρχική «Ανοιχτή Συνέλευση για την 6η Δεκέμβρη» ή και σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία για την οποιαδήποτε άλλη κίνηση, για να συνδιαμορφώσουν και να συναποφασίσουν; Πώς χαράσσει σχεδιασμό ο α/α χώρος, αν όχι με την παραδοσιακή μικροηγεμονίστικη τακτική τού «αποφασίζουμε εν κρυπτώ και ανακοινώνουμε»; Κινήθηκε ποτέ με την παραμικρή κοινοδρασιακή λογική ή προτιμάει πάντα να τα κανονίζει όλα εντός του «μαγαζιού»;

Αν η συλλογική, ανοιχτή και συνειδητή επιλογή αριστερών οργανώσεων για τη συγκρότηση μιας διακριτής πορείας από τα μπλοκ του α/α χώρου εκλαμβάνεται από ορισμένους περίπου ως casus belli, τότε πώς πρέπει να εκληφθούν:

- Τα συνεχή αναρχικά σαμποταρίσματα και οι αντιαριστερές απαγορεύσεις των εκδηλώσεων του εορτασμού του Πολυτεχνείου;

- Το δολοφονικό καρτέρι ενάντια στη συγκέντρωση οργανώσεων και συλλογικοτήτων κατά την έναρξη του Πολυτεχνείου του 2015, με αρκετά από τα μέλη τους να καταλήγουν στο νοσοκομείο;

- Οι πρακτικές τρομοκράτησης και επιθέσεων ενάντια σε μη αρεστά μπλοκ σε διαδηλώσεις;

- Η διαρκής παρενόχληση και φίμωση αριστερών σχημάτων από ομάδες της αναρχίας σε σχολές, όπως στην ΑΣΟΕΕ;

- Η επίθεση αναρχικών στο μπλοκ του ΚΚΕ(μ-λ) το 2010, την ίδια στιγμή που δεχόταν τις εφόδους των μηχανοκίνητων δολοφόνων της ομάδας ΔΙΑΣ, με διακινδύνευση της σωματικής ακεραιότητας των μελών του, στη μεγάλη λαϊκή διαδήλωση της 5ης του Μάη;

- Το πέσιμο σε αριστερές δυνάμεις έξω από το κάτω Πολυτεχνείο στην κατάληξη μαθητικής πορείας το 2019;

- Το παρόμοιου χαρακτήρα πέσιμο την ίδια χρονιά, λίγες μέρες πριν από τη 17 Νοέμβρη, πάλι σε αριστερές δυνάμεις, αφού πρώτα αυτές είχαν φάει ξύλο και πολιορκούνταν στην ΑΣΟΕΕ για ώρες από τις δυνάμεις καταστολής;

- Οι τραμπούκικες ενέδρες που στήνουν κατά καιρούς αναρχικοί σε μέλη αριστερών οργανώσεων που έχουν στοχοποιήσει;

Και αναφέρουμε μονάχα μερικά από τα πιο πρόσφατα γεγονότα! Όλα απόρροια μιας ιδιοκτησιακής λογικής για το κίνημα που φέρει η α/α, καθώς και του βαθέως αντικομμουνισμού που τη διαποτίζει. Ασφαλώς, τέτοιες λογικές ενυπάρχουν και στη ρεφορμιστική αριστερά, με πρώτο και καλύτερο το ΚΚΕ, που όταν συναντιούνται με τις αντίστοιχες της α/α καταλήγουν πολλές φορές σε οργανωτικού τύπου αντιπαραθέσεις σε βάρος του κινήματος, όπως εκείνη για το ποιος θα είναι ο «ιδιοκτήτης» της πλατείας Συντάγματος στη μεγαλειώδη απεργιακή πορεία στις 20 του Οκτώβρη του 2011.

Επειδή γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι τα προηγούμενα τα ξέρουν πολύ καλά οι συντάκτες του κειμένου, δεν μας μένει παρά να αναρωτηθούμε: ποια ήταν η τοποθέτησή τους σε σχέση με όλα αυτά; Τα κατήγγειλαν, ένα προς ένα; Άραγε, σε αυτές τις περιπτώσεις, ένιωσαν την ίδια ανάγκη και επέδειξαν τα ίδια αντανακλαστικά στο να τις καταδικάσουν, όπως κάνουν τώρα με την ανακοίνωση του ΚΚΕ(μ-λ);

Τα ίδια ερωτήματα απευθύνουμε και στους συναγωνιστές του Πολιτικού Χώρου «Ηλέκτρα Αποστόλου», που με ανακοίνωσή τους κατηγορούν το ΚΚΕ(μ-λ) για «παραχάραξη» της απόφασης της σύσκεψης των αριστερών οργανώσεων για τη φετινή πορεία της 6ης του Δεκέμβρη και για «αλλοίωση του χαρακτήρα» της διαδήλωσης. Παίζοντας με τις λέξεις «διακριτότητα» και «ενιαιότητα», οι συναγωνιστές επιχειρούν να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα και να συσκοτίσουν την ουσία: το ότι η συγκέντρωση των αριστερών οργανώσεων και συλλογικοτήτων καλέστηκε σε διαφορετική ώρα από αυτή της α/α, υλοποιώντας ακριβώς την απόφαση της σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε για διακριτή διαδήλωση, το ότι καθ' όλη τη διάρκεια της πορείας τα μπλοκ της αριστεράς διατήρησαν συνειδητά σημαντική απόσταση από αυτά του α/α χώρου, το ότι είχαν στην κεφαλή τους κοινό πανό των οργανώσεων που δε σηματοδοτούσε τίποτε άλλο πέρα από τον διακριτό χαρακτήρα της πορείας τους και τον πολιτικό διαχωρισμό ενός αριστερού πολιτικού στίγματος από την άποψη και τις πρακτικές της α/α.

Κατανοούμε, ωστόσο, ότι οι συναγωνιστές επιχειρούν μια πολύ δύσκολη (κατά τη γνώμη μας αδύνατη) προσπάθεια ισορροπίας, μια προσπάθεια να μετεωριστούν ανάμεσα σε αντιτιθέμενα ρεύματα. Μια προσπάθεια που επιδιώκει να «τα έχει με όλους καλά», η οποία στο συγκεκριμένο ζήτημα τους οδήγησε στο να κρατήσουν αποστάσεις από το ΚΚΕ(μ-λ) αλλά και από τα ίδια τα γεγονότα. Ακόμα χειρότερα, τους οδήγησε στην απαράδεκτη απαίτησή τους για «απόσυρση» της τοποθέτησής μας!!! Θέλουμε να πιστεύουμε πως οι συναγωνιστές, όντας κάτω από τις πιέσεις τους, δεν αντιλαμβάνονται καν πόσο ξένη και μακριά από κάθε έννοια συναγωνιστικής αντιπαράθεσης είναι αυτή η απαίτησή τους.

Εμείς βέβαια δεν θα «αποσύρουμε», δεν θα «αρνηθούμε» τον πολιτικό εαυτό μας, αλλά επιπλέον θα τους καλέσουμε να αντιμετωπίσουν ως πολιτικό και ιδεολογικό ζήτημα -και όχι σαν ζήτημα τακτικής και ισορροπιών- το ζήτημα της υπεράσπισης της δικής τους στάσης, των δικών τους επιλογών, του δικού τους εαυτού. Θεωρούμε ότι οι απαιτήσεις της περιόδου και της εποχής θα είναι ολοένα και πιο επιτακτικές στην κατεύθυνση που προτείνουμε.


Ο Δεκέμβρης δεν έχει «ιδιοκτήτες»

Είναι πολλοί αυτοί που μιλάνε στο όνομα του Δεκέμβρη. Άλλοι τόσοι και αυτοί που εδώ και πάνω από μια δεκαετία θεωρούν ότι μπορούν να τον προσαρμόσουν στις δικές τους αφηγήσεις και ιδεοληψίες. Εξαπατούν τους εαυτούς τους και τον κόσμο.

Η νεολαία τον Δεκέμβρη δεν ρώτησε κανέναν για να βγει και να εκδηλώσει την οργή της. Μεγαλωμένη σε ένα περιβάλλον ασφυκτικής ανυπαρξίας προοπτικής, με το σύστημα της εκμετάλλευσης να διακηρύσσει χαιρέκακα για δεκαετίες ότι τα οράματα τελείωσαν, με τις δυνάμεις της ήττας και της υποταγής να μην μπορούν και να μη θέλουν να προσφέρουν την παραμικρή διέξοδο στις αγωνίες της, πλημμύρισε τους δρόμους, μαζί με χιλιάδες εργαζόμενους και μετανάστες, και αναζήτησε όρους απάντησης στο μαύρο μέλλον που συνειδητοποιούσε ότι βρίσκεται μπροστά της, όρους εναντίωσης σε ένα σύστημα που βυθιζόταν στη γενικευμένη κρίση του και είχε αρχίσει να δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να κρύψει τα σημάδια της παρακμής του.

Όλα αυτά τα έκανε με αφορμή και αιτία τη δολοφονία του συμμαθητή της, του Αλέξη. Κάθε νέος και νέα εκείνης της περιόδου καταλάβαινε πολύ καλά ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση του, γιατί τον μπάτσο που τον πυροβόλησε τον όπλισε μια πολιτική εχθρική προς το σύνολο του λαού και της νεολαίας, τα δικαιώματά τους και τη ζωή τους.

Δεν παρήγαγε ούτε καν την «αφορμή», λοιπόν, η αναρχική ταυτότητα του Αλέξη, μιας και ήταν εξαρχής σαφές ότι στο στόχαστρο ενός συστήματος που δολοφονεί βρίσκεται η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Πολύ περισσότερο, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι η ιδεολογία του δολοφονημένου μαθητή αποτέλεσε την αιτία των εξεγερτικών γεγονότων που ακολούθησαν. Από εκεί και πέρα, από πότε η πολιτική ιδιότητα των θυμάτων της κρατικής τρομοκρατίας οφείλει να καθορίζει και τη φυσιογνωμία του κινήματος που προκύπτει για την καταγγελία της; Και από πότε παρέχει «τίτλους ιδιοκτησίας» για τα κινήματα στους ομοϊδεάτες των δολοφονημένων; Αυτό, άραγε, ισχύει και για τον Τεμπονέρα, τον δολοφονημένο από τους δεξιούς τραμπούκους αριστερό καθηγητή και στέλεχος του Εργατικού Αντιιμπεριαλιστικού Μετώπου; Και για τον Πέτρουλα, με τη γνωστή πολιτική διαδρομή ως μέλους της ΕΔΑ που ασκούσε κριτική από τα αριστερά; Και για όλους τους υπόλοιπους δολοφονημένους, λοιπόν, για να εναντιωθεί κάποιος στην πολιτική που τους δολοφόνησε, έπρεπε και πρέπει να προσαρμοστεί και να υποκλιθεί στις ιδεολογικές προδιαγραφές τους -αν είχαν;

Πρόκειται για μια ολέθρια και επικίνδυνη λογική που μόνο τον ταξικό αντίπαλο ευνοεί και θέλουμε να ελπίζουμε ότι οι συντάκτες του κειμένου που την εισήγαγαν δεν την εννοούν στα αλήθεια, αν και κάτι τέτοιο είναι άκρως αποκαλυπτικό για το πόσο στενόμυαλα και «κομματικοκεντρικά» αντιλαμβάνεται τα ζητήματα ο α/α χώρος.

Ο Δεκέμβρης, ως μαζικό ξέσπασμα, ξεπέρασε το σύνολο των δυνάμεων με αναφορά στο κίνημα, αριστερών και αναρχικών. Παρόλα αυτά, ο αυθόρμητος χαρακτήρας του, καθώς και η εμφάνιση σε ευρεία κλίμακα πρακτικών εκτόνωσης και τυφλής βίας από σημαντικά κομμάτια που συμμετείχαν σε αυτόν, θεωρήθηκαν από την α/α ως «δικαίωση». Αυτοί που ξημεροβραδιάζονταν οικτίροντας τις λαϊκές μάζες που ήταν «στα κλουβιά τους», όταν τελικά τις είδαν αιφνιδιασμένοι να ξεσπάνε κατά χιλιάδες, βάζοντάς τους τα γυαλιά, πίστεψαν ότι έφτασε «η στιγμή τους». Και πράγματι, ο α/α χώρος είδε στον Δεκέμβρη την ενσάρκωση των πιο άγριων ονείρων του, την πραγμάτωση των γραφικών του «εξεγερτικών» κραυγών, το ζωντάνεμα των φιλοδοξιών του, την προσέγγιση των έσχατων ορίων μέχρι τα οποία μπορεί να φτάσει ο πολιτικός του ορίζοντας. Για μερικές εβδομάδες, στις πλάτες της μαζικής κίνησης (ως συνήθως) του επιτράπηκε να ζήσει μέσα στην παραζάλη των φαντασιώσεών του, να βιώσει την «ουτοπία», να απογειωθεί τελείως και να χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Μέχρι να προσγειωθεί επώδυνα στη συνέχεια, όταν το κίνημα ξεφούσκωσε, και να αρχίσει ξανά το γνωστό μονότονο τροπάρι για τους «εκλεκτούς» και τους «βολεμένους».

Ούτε κατά διάνοια δεν ανήκει ο Δεκέμβρης στην αναρχία, όπως και σε κανέναν. Επί της ουσίας, η α/α ούτε μπορούσε να προσδιορίσει τα αίτια αυτών που συνέβαιναν, ούτε είχε άποψη για τους στόχους και το περιεχόμενο που θα τα αναβαθμίσουν, ούτε ήταν ικανή και πρόθυμη να χαράξει κατεύθυνση για τη συνέχειά τους. Κινήθηκε αποθεώνοντας το αυθόρμητο και με αποκλειστική επικέντρωση στις δυνάμεις καταστολής, προτάσσοντας ένα στενό αντικατασταλτικό πλαίσιο απόψεων και πρακτικών, που το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορούσε να δώσει τα αναγκαία πολιτικά καύσιμα για να πάει παραπέρα η υπόθεση του αγώνα.

Όμως, ακόμα και αν κάναμε την παραδοχή ότι ο Δεκέμβρης είναι «δικός της», τότε δεν οφείλει κάποιες απαντήσεις; Γιατί οδηγήθηκε στην αναδίπλωση; Γιατί δεν πήρε ευρύτερα χαρακτηριστικά; Γιατί δεν αποκρυσταλλώθηκε σε ένα σώμα κατακτήσεων για τη νεολαία και τις λαϊκές μάζες; Δεν είναι να απορεί κανείς για το γεγονός ότι οι «ιδιοκτήτες» απέναντι σε τέτοια ερωτήματα δηλώνουν... αναρμόδιοι; Και εμείς από την πλευρά μας, εξάλλου, δεν τους αναγνωρίζουμε καμία ουσιαστική αρμοδιότητα στην απάντησή τους.

Το ΚΚΕ(μ-λ) μπήκε από την πρώτη στιγμή αποφασιστικά στις κινητοποιήσεις που προέκυψαν με το που έγινε γνωστό το περιστατικό της δολοφονίας του Αλέξη. Επιχείρησε εξαρχής να ανιχνεύσει τους όρους μιας αριστερής, επαναστατικής παρέμβασης σε ένα πρωτοφανές ξέσπασμα σε συνθήκες αρνητικού συσχετισμού. Από τη μία, δεν σνόμπαρε και δεν κούνησε το δάχτυλο σε μια νεολαία που αγωνιζόταν για πρώτη φορά, με τρόπο που υπαγόρευαν οι δοσμένοι ιδεολογικοί-πολιτικοί-οργανωτικοί όροι του κινήματος και τα περιορισμένα της εφόδια. Από την άλλη, δεν χάιδεψε τα αυτιά κανενός και δεν υποτάχθηκε στο αυθόρμητο. Κινήθηκε με γνώμονα την αναγκαιότητα μετασχηματισμού του αυθόρμητου σε συνειδητή πολιτική πάλη για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής. Έδωσε το «παρών» σε όλες τις μάχες, στην Αθήνα και πανελλαδικά, με οργανωμένο και υποδειγματικό τρόπο, παρά τις μικρές του δυνάμεις. Η στάση του στον δρόμο, η αντιπαράθεση με τις δυνάμεις καταστολής, η αλληλεγγύη και προστασία σε κόσμο που χτυπιόταν έτυχαν αναγνώρισης από μεγάλη μάζα αγωνιστών από ευρύ φάσμα πολιτικών χώρων, συμπεριλαμβανομένης και της α/α. Οι υποβολιμαίες διαδόσεις των συντακτών του κειμένου περί του αντιθέτου, καθώς και οι άθλιοι, ανιστόρητοι παραλληλισμοί με τη στάση καταγγελίας της εξέγερσης και αστικής νομιμοφροσύνης του ΚΚΕ δεν είναι παρά επινοήσεις, που στόχο έχουν να ερεθίσουν αντιαριστερά αντανακλαστικά στον κόσμο που απευθύνονται.

Από εκεί και πέρα, το ΚΚΕ(μ-λ) φροντίζει μέχρι και σήμερα να τιμά τη μνήμη του Αλέξη και να αναδεικνύει τη σημασία του Δεκέμβρη του 2008. Κάθε χρόνο στις διαδηλώσεις τα υπερασπίζεται αυτά έμπρακτα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την 6η του Δεκέμβρη του 2020. Τότε που σε συνθήκες καραντίνας και άγριας τρομοκρατίας, πήρε ενεργά μέρος στις προσπάθειες για να σπάσουν οι απαγορεύσεις, με τίμημα συλλήψεις μελών και στελεχών του, που μέχρι και σήμερα τελούν υπό δικαστική ομηρία, όπως άλλωστε ισχύει και για αγωνιστές από άλλους χώρους που συνελήφθησαν εκείνη την περίοδο.


Η κρατική καταστολή στοχεύει τον «εχθρό-λαό»

Για να δανειστούμε κάποια από τα γραφόμενα των συντακτών του κειμένου, μαρτυρά όντως «χαμηλή πολιτική αντίληψη, εσωστρέφεια και τελικά υπόκλιση στους δυσμενείς πολιτικά συσχετισμούς» το να πιστεύει κανείς ότι η καταστολή αφορά μόνο τον εαυτό του και τον πολιτικό του χώρο. Σε μια τέτοια λογική, όμως, μας έχουν συνηθίσει οι α/α ομάδες και ακριβώς αυτή αναδύεται μέσα και από το κείμενο που σχολιάζουμε.

Φρίττουν οι συντάκτες του κειμένου, επειδή κάναμε λόγο για τον «πολιτικά ευάλωτο χαρακτήρα» της α/α απέναντι στην καταστολή. Και ευθύς αμέσως, σπεύδουν να δικαιώσουν τον χαρακτηρισμό μας, αναφερόμενοι στις επιθέσεις που δέχονται δήθεν γιατί είναι πιο γενναίοι και χρησιμοποιούν «τα υλικά των εξεγέρσεων»! Ας το ξεκαθαρίσουμε μια και καλή: η πολιτική ευαλωτότητα του χώρου της α/α συνίσταται ακριβώς σε αυτή του την απόλυτη αυτοαναφορικότητα, καθώς και την πλήρη αποσύνδεση της τακτικής του από τις διαθέσεις των μαζών.

Όταν κάνεις σημαία σου το ότι η καταστολή είναι δήθεν αποκλειστικά δικό σου προνόμιο, αντικειμενικά στενεύεις την πολιτική-κινηματική βάση απάντησης στην καταστολή. Όταν ως χώρος έχεις συνηθίσει να περιστρέφεσαι μονάχα γύρω από τον εαυτό σου, επίσης, αρνούμενος επίμονα τη λογική τής μαζικής απεύθυνσης, τότε έχεις απολέσει και τη σημαντικότερη ασπίδα αλληλεγγύης και προφύλαξης στην οποία μπορούν και πρέπει στις σημερινές συνθήκες κλιμακούμενης φασιστικοποίησης να προσβλέπουν οι αγωνιστές: τη στήριξη από την εργατική τάξη, τον λαό και τη νεολαία απέναντι στις επιθέσεις του αστικού κράτους.

Το σύστημα, έτσι κι αλλιώς, δεν επιβάλλει τον «γύψο» σε όλες τις πτυχές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής για να τα βάλει αποκλειστικά με συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους. Οχυρώνεται για να αντιμετωπίσει τις αντιστάσεις και τις διεκδικήσεις που θα γεννήσει η βάρβαρη πολιτική του. Ως εκ τούτου, ο πραγματικός αποδέκτης της κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής είναι ο ίδιος ο λαός.

Γι' αυτό και από τη μεριά μας, όταν διώκονται αγωνιστές και σέρνονται σε δίκες, όταν στοχοποιούνται και δέχονται επιθέσεις πολιτικοί χώροι, όταν διαδηλωτές χτυπιούνται, δεν θέτουμε κανενός είδους ιδεολογικό προαπαιτούμενο για να εκφράσουμε την αλληλεγγύη και τη συμπαράστασή μας, μιας και στο πρόσωπό τους αντιλαμβανόμαστε ότι πλήττονται τα δημοκρατικά δικαιώματα και οι κατακτήσεις των ίδιων των μαζών. Μακάρι να ίσχυε κάτι τέτοιο, φυσικά, και για τον χώρο της α/α, του οποίου οι περισσότερες τάσεις (με υπόβαθρο τις αντιλήψεις που προαναφέρθηκαν) έχουν επιδείξει εξαιρετικά επιλεκτικές ευαισθησίες στα συγκεκριμένα ζητήματα.


Πατώντας σε δυο βάρκες, θα πέσεις στο νερό

Νομίζουμε ότι έγινε φανερό από τα όσα επισημαίνουμε πως για εμάς δεν τίθεται κανένα ζήτημα αναφορικά με το αν είμαστε «υπόλογοι» για τον πολιτικό διαχωρισμό των δύο ρευμάτων, του κομμουνισμού και της αναρχίας. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, είμαστε το ίδιο «υπόλογοι» με τον Μαρξ που ήρθε σε ρήξη με τον Μπακούνιν στο πλαίσιο της Α' Διεθνούς πριν από 150 χρόνια. Είμαστε το ίδιο «υπόλογοι» με τους μπολσεβίκους, που στερεώθηκαν ως επαναστατική πρωτοπορία διαμέσου και της αμείλικτης αντιπαράθεσης με τις ποικίλες εκδοχές του ρωσικού αναρχισμού. Είμαστε τελικά το ίδιο «υπόλογοι» με το εργατικό-επαναστατικό-κομμουνιστικό κίνημα, του οποίου η εμβέλεια και νικηφόρα κατεύθυνση εξώθησαν τις αναρχικές ομάδες στη συρρίκνωση και την περιθωριοποίηση, για να επανέλθουν δριμύτερες, να διευρυνθούν και να πληθύνουν όταν άρχισε να γίνεται φανερό πως ο κύκλος που άνοιξε η Οκτωβριανή Επανάσταση έκλεινε με μια επώδυνη για τους λαούς ήττα και η κρίση απλωνόταν στις επαναστατικές δυνάμεις.

Στη σημερινή φάση, σε μια εποχή σύγχυσης και ιδεολογικής θολούρας, υπάρχουν αγωνιστές, δυνάμεις και τάσεις που επιλέγουν να κρατούν μια ενδιάμεση στάση. Δεν έχουμε σκοπό να αμφισβητήσουμε τις καλές προθέσεις που έχουν πολλοί από αυτούς. Δεν μας διαφεύγει, βέβαια, και το οπορτουνιστικό ψάρεμα στα θολά νερά του μικροαστικού ριζοσπαστισμού και της απογοήτευσης που χαρακτηρίζει άλλους.

Το ερώτημα που θα θέλαμε να απευθύνουμε σε όσους έχουν επιλέξει τον ρόλο του «γεφυροποιού» είναι το εξής: τι παράγει αυτή τους η επιλογή; Πόσο μακριά μπορεί να τους πάει ιδεολογικά-φιλοσοφικά η προσχώρηση στην αντίληψη του εκλεκτικισμού; Πόσο τους βοηθάει πολιτικά ένα παρδαλό μίγμα από ολίγον αντιιμπεριαλισμό και ολίγον «αντικρατισμό», ολίγον ένοπλα μαοϊκά κινήματα στις ζώνες των θυελλών και ολίγον μολότοφ και πετροπόλεμο, ολίγον αναφορά στα βάσανα του λαού και ολίγον «οργή και λύσσα των εξεγερμένων»; Πόσο τους εξυπηρετεί, πέρα από πρόσκαιρα και ασταθή οφέλη, στο να συνδεθούν με τις μάζες η έλλειψη οργάνωσης και η υποκατάστασή της από κατώτερου τύπου οχήματα που, για παράδειγμα, μπορεί να έχουν «αποψάρα» για τον Δεκέμβρη, αλλά αδυνατούν να τοποθετηθούν ενιαία και συγκροτημένα προς τα έξω για τον κίνδυνο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου και άλλα κρίσιμα ζητήματα, τάχα λόγω της «αμεσοδημοκρατικής» λειτουργίας τους;

Σε τελική ανάλυση, υπηρετεί αυτή η επιλογή τον λαό; Πιστεύουν πραγματικά ότι μπορεί να συμβάλει στην υπόθεση της ανασυγκρότησης της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος; Να δώσει απαντήσεις στο κορυφαίο ζήτημα των όρων και των αιτιών της καπιταλιστικής παλινόρθωσης; Να οριοθετηθεί με καθαρό τρόπο απέναντι στο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα και με αυτόν τον τρόπο να προσδιορίσει και τους πραγματικούς εχθρούς που έχει να αντιμετωπίσει στη μακρά του διαδρομή το εργατικό και λαϊκό κίνημα; Να συνεισφέρει στη χάραξη αιτημάτων και κατευθύνσεων πάλης; Να ανοίξει δρόμους για την επαναστατική στρατηγική του κινήματος, τους στόχους της Ανεξαρτησίας και του Σοσιαλισμού; Ή -και ακριβώς επειδή εδράζεται σε σαθρές βάσεις- θα καταλήξει στην ανακύκλωση -σε ανώτερο επίπεδο και με νέα μορφή- των ίδιων ανυπέρβλητων αδιεξόδων και αντιφάσεων;

Για εμάς, πάντως, αυτά είναι τα αποφασιστικά κριτήρια!

ΚΚΕ(μ-λ),  Δεκέμβρης 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου