Κάτω
από το πλαίσιο που διαμορφώνει ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστών, και μέσα σε
μια φάση που η περιοχή μας βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στη δίνη των
ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων και τυχοδιωκτισμών για τον έλεγχό της, σε διαρκή
αλληλοτροφοδότηση βρίσκεται ο αντιδραστικός ανταγωνισμός των δύο εξαρτημένων
αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας, που αρχίζει να επεκτείνεται επικίνδυνα σε
πολλά μέτωπα και πεδία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους λαούς.
Καμιά
εξέλιξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ή καλύτερα στις αντιθέσεις που διέπουν
τις αστικές τάξεις των δύο χωρών, δεν μπορεί να ειδωθεί καθολικά και εν τέλει
σωστά, αν παραλειφθούν δύο σημαντικές πλευρές που καθορίζουν αυτές τις σχέσεις.
Πλευρές οι οποίες μπορούν χωρίς μονομέρειες να ερμηνεύσουν από τη σκοπιά του
λαϊκού παράγοντα τον ανταγωνισμό τους, που αυξάνει επικίνδυνα.
Κατά
δεύτερο, πως αναφερόμαστε σε υπαρκτές αντιθέσεις των δύο αστικών τάξεων, που,
ενώ οι ρίζες τους βρίσκονται στους όρους συγκρότησης των δύο κρατών, έχουν
σύγχρονη βάση και αφορούν ζητήματα κυριαρχίας και ζωτικού χώρου, από τα οποία
καμιά δεν είναι διατεθειμένη να παραιτηθεί μόνιμα, ουσιαστικά και οικειοθελώς
υπέρ της άλλης. Κεντρική θέση σ’ αυτές τις αντιπαραθέσεις κατέχει ο έλεγχος του
Αιγαίου, με τον στρατηγικό ρόλο που έχει -μαζί με τα στενά του Βοσπόρου και των
Δαρδανελίων- σαν διάδρομος καθόδου από τη Μαύρη Θάλασσα προς τη Μεσόγειο. Μέσα
σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι διαφορές και οι αμφισβητήσεις για το εύρος του
εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων και τις γκρίζες ζώνες (νησίδες). Πλάι
τους τα ζητήματα της Θράκης (και της εκεί μειονότητας, της καταπίεσής της
αφενός και της χρησιμοποίησής της αφετέρου) και το Κυπριακό με τις
ιδιαιτερότητές του. Ευρύτερα, η αναζήτηση καλύτερου ρόλου σε Βαλκάνια, Αν.
Μεσόγειο, Μ. Ανατολή και πάντα στα πλαίσια και σε αναφορά με τα ιμπεριαλιστικά
συμφέροντα.
Την
τελευταία δεκαετία η αναβάθμιση της παρουσίας της Ρωσίας και οι σφήνες της στις
αμερικανοτουρκικές σχέσεις έβαλαν στην «εξίσωση» έναν ακόμη ισχυρό παράγοντα,
που επηρεάζει τις κινήσεις όλων και περιπλέκει παραπέρα το κουβάρι των
αντιθέσεων. Επίσης, στις ενεργές αναμεταξύ τους αντιθέσεις των προηγούμενων
δεκαετιών προστέθηκαν οι αντιθέσεις γύρω από τις ΑΟΖ, που για την ώρα να
υπογραμμίσουμε πως χρησιμοποιούνται από τους ιμπεριαλιστές στην περιοχή, πρώτα
απ’ όλα τους Αμερικάνους, ως εργαλείο ευθυγράμμισης των ντόπιων αστικών τάξεων,
για αναπαραγωγή της επικυριαρχίας και του επιδιαιτητικού τους ρόλου και σε
ανταγωνισμό με τους υπόλοιπους ιμπεριαλιστές. Ενώ φανερά έχουν δυναμώσει οι
φόβοι αλλά και οι μωροφιλοδοξίες της καθεμιάς, η ανάγκη τους, αν θέλετε, να
αποκτήσουν καλύτερη θέση και ρόλο -ενεργειακό και όχι μόνο- σε Αν. Μεσόγειο-Β.
Αφρική. Πάντα βέβαια μέσα στο πλαίσιο που διαμορφώνει η «αναβάθμιση» της
περιοχής ως κρίσιμο πεδίο της γεωστρατηγικής αντιπαράθεσης και διαπάλης των
μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τον έλεγχό της.
Στην
κατεύθυνση αυτή, η τούρκικη αστική τάξη εδώ και καιρό με εμπρηστικές δηλώσεις
και αναθεωρητικές αναφορές στη Συνθήκη της Λωζάνης, που πρώτοι όμως αναθεώρησαν
εμπράκτως οι ιμπεριαλιστές με την επέμβασή τους στη Συρία, και τελευταία με την
«Γαλάζια Πατρίδα» θέτει προς τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, αλλά και προς όλες
τις ανταγωνίστριες περιφερειακές δυνάμεις και άρχουσες τάξεις, την θέλησή της
και τις φιλοδοξίες της για μια καλύτερη θέση και ρόλο στην περιοχή, χωρίς να
καταφέρνει βέβαια να αποκρύψει και τις ανησυχίες της από σημαντικές πλευρές των
εξελίξεων.
Το
τελευταίο πεντάχρονο, τυχοδιωκτίζοντας και «παίζοντας με τη φωτιά», η Τουρκία,
προβάλλοντας το μέγεθος και την γεωστρατηγική της θέση, προσπαθεί να
προσποριστεί οφέλη εκμεταλλευόμενη την αμερικανοτουρκική αντιπαράθεση. Πιο
συγκεκριμένα, η τούρκικη ηγεσία αξιοποιεί την φανερή ανάγκη των ΗΠΑ να μην διακυβεύσουν
την στρατηγική τους σχέση με την Τουρκία και να την κρατήσουν στο ΝΑΤΟ.
Ταυτόχρονα φαίνεται πως θέτει επιτακτικά προς τον Λευκό Οίκο την απαίτησή της
να διαλυθούν οι ανησυχίες της για την ενιαιότητα του κράτους της (σχέση
ΗΠΑ-Κούρδων) αλλά και να ληφθεί σοβαρά υπόψη στην ενεργειακή μοιρασιά της Αν.
Μεσογείου.
Από
την άλλη, εκμεταλλεύεται την επιδίωξη της Ρωσίας να αντιμετωπίσει τον
ενεργειακό αποκλεισμό και τη στρατηγική περικύκλωση των Αμερικάνων και την
ανάγκη της να βάζει σφήνες στη Δύση. Την εκμεταλλεύεται τόσο για να αυξήσει
τους «βαθμούς ελευθερίας» της έναντι της Δύσης και των ΗΠΑ, όσο και για να
οικοδομήσει κι άλλους όρους στην διαπραγμάτευσή της με την Ουάσιγκτον. Έτσι,
και παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των ΗΠΑ, τα πρόσφατα εγκαίνια από
Ερντογάν και Πούτιν του πρώτου τμήματος του Turk Stream, η συμφωνία για το
πυρηνικό εργοστάσιο που προχωρά έστω και αργά, η συνεργασία της με τη Ρωσία
στην σύγκρουση για τον έλεγχο της Συρίας και φυσικά η αγορά των ρωσικών S-400
υποδηλώνουν πύκνωμα των ενεργειακών και πολιτικών σχέσεων των δύο χωρών. Εκ
παραλλήλου, η τούρκικη ηγεσία χρησιμοποιεί και το προσφυγικό ζήτημα για να
διαπραγματευτεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και για έχει πάνω στο τραπέζι,
μέσω του ελέγχου των προσφυγικών ροών, έναν εκβιασμό διαρκείας έναντι της ΕΕ
και της Ελλάδας.
Τα
γεωτρύπανα που στέλνει στα ανοιχτά της Κύπρου, παρουσία και συνοδεία φρεγατών,
δεν έχουν μόνο έναν ισχυρό συμβολισμό, αλλά αποδεικνύουν εμπράκτως την σχετική
της στρατιωτική υπεροχή έναντι της ελληνικής αστικής τάξης. Παράλληλα,
εκμεταλλευόμενη τις αντιδράσεις που έχει δημιουργήσει η σχέση της Ελλάδας με το
σιωνιστικό-φασιστικό Ισραήλ, προσπάθησε να διαμορφώσει ένα πλέγμα περιφερειακών
συμμαχιών και ανταγωνιστικών προς την Ελλάδα σχημάτων με τη Λιβύη, το Λίβανο
και την Παλαιστινιακή Αρχή, έστω και αν γνωρίζει πόσο εύθραυστες μπορεί να
είναι συμφωνίες με περιπτώσεις όπως οι παραπάνω. Ώστε να υπογραμμίσει (προς
τους ιμπεριαλιστές αλλά και την ανταγωνίστρια ελληνική αστική τάξη) τη θέση της
πως κάθε ενεργειακό πρότζεκτ στην Ανατολική Μεσόγειο ή θα την εμπεριέχει ή απλά
δεν θα μπορεί να προχωρήσει.
Έτσι,
η πρόσφατη προκλητική κίνηση του τουρκολιβυκού συμφώνου και η μαξιμαλιστική
οριοθέτηση των ΑΟΖ μεταξύ Λιβύης και Τουρκίας, με την οποία εξαφανίζεται πλήρως
η επήρεια νησιών όπως η Ρόδος, η Κρήτη ή του νησιωτικού κράτος της Κύπρου,
αντανακλά αυτή την κρίσιμη για την τούρκικη αστική τάξη προσπάθεια. Δηλαδή,
στην προοπτική ενός νότιου ενεργειακού διαδρόμου που δεν θα την περιλαμβάνει,
παρεμβάλει μια θαλάσσια ζώνη τουρκολιβυκής κυριαρχίας, χρησιμοποιώντας τη
συμφωνία ως ένα ακόμη χαρτί στη συνολική διαπραγμάτευση που κάνει.
Με
την άλλη πλευρά της συμφωνίας και την απόφαση για αποστολή στρατιωτικής
βοήθειας προς την δοτή κυβέρνηση Σάρατζ, δηλώνει ταυτόχρονα δύο πράγματα. Το
πρώτο πως είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει την επέκταση προς τη Β. Αφρική της
σοβαρής διαπάλης με Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και ΗΑΕ για την ηγεμονία στον
«σουνιτικό κόσμο». Κινούμενη έτσι ταυτόχρονα οριακά δίπλα ή πάνω στις κόκκινες
γραμμές του αμερικανικού, του ρώσικου αλλά και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και
διακινδυνεύοντας με αυτό το άπλωμα των ποδιών της να βρεθεί μετέωρη και
αντιμέτωπη με προβλήματα πολλαπλάσια αυτών που πάει να λύσει. Το δεύτερο, που
μας αφορά άμεσα, πως είναι διατεθειμένη να υπερασπιστεί έως και με στρατιωτικά
μέσα την θαλάσσια ζώνη έναντι των ελληνικών κινήσεων, ουσιαστικά να
υπερασπιστεί με όλα τα μέσα την απαίτησή της να περιλαμβάνεται στην ενεργειακή
μοιρασιά της περιοχής.
«Τέλος»,
οι εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας είναι πια άρρηκτα -όπως έχουν γίνει τα
πράγματα- δεμένες με την πορεία της στην περιοχή και των σχέσεών της με τις
ΗΠΑ. Η αύξηση της επιρροής του κεμαλικού CHP, η δημιουργία αντιπολιτευόμενων
κομμάτων από πρώην ηγετικά στελέχη του AKP, όπως οι γνωστοί Νταβούτοντογλου και
Γκιούλ, γενικά ο πολλαπλασιασμός της αμφισβήτησης του Ερντογάν και των επιλογών
του, που σιγοντάρεται από τις ΗΠΑ, μάλλον δημιουργούν μια επιπλέον πίεση στην
τούρκικη ηγεσία να παράγει αποτελέσματα για το σύνολο της αστικής τάξης της
Τουρκίας, τέτοια που να επαναβεβαιώσουν την πρωτοκαθεδρία του AKP και του ίδιου
του Ερντογάν. Γεγονός που προσθέτει κι άλλους κινδύνους στους ήδη πολύ
αυξημένους!
Η
ελληνική αστική τάξη, βγαλμένη από μια φάση αποδυνάμωσης της θέσης της μετά το
2015, είδε -κι αυτό όχι χωρίς δισταγμούς και ερωτήματα που μέχρι σήμερα
συνεχίζονται- όλη την αμερικανική αντιρωσική παρέμβαση από τα Βαλκάνια έως την
Αν. Μεσόγειο ως μεγάλη ευκαιρία να ανακτήσει μέρος του χαμένου ρόλου και της
θέσης της στην περιοχή και σε ευθύ ανταγωνισμό με την αστική τάξη της Τουρκίας.
Από
την εποχή ακόμη της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είχαμε, σε σημείο που προκαλούσε
εκνευρισμό και υπόγειες δυσαρέσκειες στους Ευρωπαίους, ένα αξιοσημείωτο βάθεμα
των σχέσεων εξάρτησης με τις ΗΠΑ και προώθηση μιας πολιτικής που ευθυγραμμίζονταν,
τόσο στο εσωτερικό όσο και στην περιοχή και χωρίς πολλά-πολλά, με αυτά που
επίτασσε ο κατά Τσίπρα «διαβολικά καλός» Τραμπ. Έτσι, με Τσίπρα και Κοτζιά, η
ελληνική αστική τάξη πρωτοστάτησε στον αντιρωσικό φραγμό στα Βαλκάνια και την
ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στον δολοφονικό μηχανισμό του ΝΑΤΟ. Παράλληλα,
πύκνωσε τις επαφές με τους Αμερικανούς αξιωματούχους, για να επιταχυνθεί η
«αναβάθμιση» της χώρας ως πολεμική πλατφόρμα των αμερικανοΝΑΤΟϊκών δολοφόνων. Η
ΝΔ, παραλαμβάνοντας την σκυτάλη από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι έτοιμη πια να υπογράψει
και φέρνει στη βουλή την νέα Συμφωνία για τις Βάσεις, που επεκτείνει και
αναβαθμίζει την, στρατηγική για τα αμερικανικά συμφέροντα, βάση της Σούδας, ενώ
φτιάχνει βάσεις-ορμητήρια ελέγχου, επιτήρησης, παρεμβάσεων και πολεμικών
επιχειρήσεων σε Αλεξανδρούπολη, Λάρισα, Βόλο.
Η
προώθηση των τριμερών συνεργασιών με Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο, που επιβλήθηκαν
από τις ΗΠΑ και έχουν και επίσημα την αμερικανική σφραγίδα, έγιναν με το
σκεπτικό της εκμετάλλευσης της κρίσης στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις με διπλό
τρόπο: Από τη μια, η ελληνική αστική τάξη να συμβάλλει στην ρυμούλκηση της
Τουρκίας στα αμερικανικά νερά και να πληρωθεί για τις υπηρεσίες της ως
ρυμουλκού. Από την άλλη όμως, και ενόσω η Τουρκία δεν συνετίζονταν μέσω και των
τριμερών, επιχείρησε να προβάλει και η ίδια τις φιλοδοξίες της. Όπως εκείνοι οι
ανεκδιήγητοι και υπερφίαλοι χάρτες του Κοτζιά που πενταπλασίαζαν τον χώρο
κυριαρχίας της χώρας. Η ΝΔ εξέλιξε αυτή την γραμμή (λέμε τώρα) έως το επίπεδο
που, σε αντιπαράθεση με τον «απρόβλεπτο» Ερντογάν, εμφάνιζε την ίδια ως
πειθήνιο και «προβλέψιμο» υποτακτικό, προσβλέποντας στην ανάδειξη της
εξαρτημένης ελληνικής αστικής τάξης σε προνομιακό «συνομιλητή», δηλαδή
τοποτηρητή, των ΗΠΑ στην περιοχή.
Ρόλο
στην όλη ιστορία φαίνεται να έπαιξαν και οι μωροφιλοδοξίες της ελληνοκυπριακής
αστικής τάξης, ειδικά μετά και την αποτυχία των διαπραγματεύσεων στο Κραν
Μοντανά, που ωστόσο έδειξαν την αυξημένη σημασία που έχει η Κύπρος για τις ΗΠΑ
και τη Δύση συνολικά. Έτσι, η ελληνοκυπριακή αστική τάξη θεώρησε και θεωρεί
-τρομάρα της- απόδειξη της «αναβάθμισής» της, τον συνωστισμό των δυτικών
ενεργειακών μονοπωλίων για την εκμετάλλευση των θαλάσσιων «οικοπέδων» πέριξ της
Κύπρου, καθώς και το στρατηγικό ενδιαφέρον των μεγάλων δυτικών δυνάμεων. Όπως το
αίτημα του γαλλικού ιμπεριαλισμού (που έγινε δεκτό) για παραχώρηση ναυστάθμου ή
πολύ περισσότερο η πρόσφατη άρση του εμπάργκο όπλων που εμπεριέχεται στον νόμο
East Med Act και γενικότερα το στενό μαρκάρισμα των ΗΠΑ, ώστε να την εντάξουν
σε δομές-προθάλαμο του ΝΑΤΟ!
Έτσι
φτάσαμε στη σημερινή φάση, με τις υπογραφές στην Αθήνα για τον East Med, μια
κίνηση που, καθόλου τυχαία, έγινε μία εβδομάδα μετά το νομοσχέδιο East Med Act
που ψηφίστηκε στην Ουάσιγκτον και επισημοποιεί την αναβάθμιση της Αν. Μεσογείου
στις επιθετικές στρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ. Κίνηση που αποτελεί εκδούλευση
στην προσπάθεια των ΗΠΑ να ανακόψουν την ενεργειακή σχέση Ρωσίας-Ευρωπαϊκής
Ένωσης και να δημιουργήσουν τους όρους για μια πρωτοκαθεδρία τους στην
ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης, δένοντας τη χώρα στο άρμα των εμπόρων του
πολέμου! Μία κίνηση που η ελληνική αστική τάξη χρησιμοποιεί για να απομονώσει
την τούρκικη αστική τάξη, λειτουργώντας και από τη δική της πλευρά το ίδιο
μαξιμαλιστικά. Θεωρώντας περίπου ότι η επήρεια του Καστελόριζου μπορεί να είναι
ίδια ή και μεγαλύτερη από την επήρεια της μεγάλης νότιας ακτογραμμής της
Τουρκίας. Φυσικά, όπως η τουρκική αστική τάξη επικαλείται το «διεθνές δίκαιο»
για τις προκλητικές της κινήσεις, έτσι πράττει και η ντόπια αστική τάξη.
Κάνοντας πως ξεχνάει ότι υπογράφει συμφωνίες με μια χώρα όπως το φασιστικό
Ισραήλ που, ως κατακτητής, καταπατώντας κατάφορα τα δικαιώματα της Παλαιστίνης,
εκμεταλλεύεται εκ προοιμίου άδικα τον φυσικό πλούτο της, στην ξηρά και τη
θάλασσα. Τόσο άδικο το «δίκαιο»! Κίνηση «τέλος» που έχει περισσότερο, και μέχρι
στιγμής αποκλειστικά θα λέγαμε, πολιτική σημασία, όχι διότι από
οικονομο-τεχνική άποψη είναι και με τα δικά τους στοιχεία αβέβαιη και ασύμφορη,
αλλά κυρίως γιατί η τελική απόφαση θα εξαρτηθεί πλήρως από το πώς θα εξελιχθεί
ο ανελέητος ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός.
Εν
τέλει όμως, η επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ και οι σαφείς για μια ακόμη φορά
αποστάσεις και συστάσεις των ΗΠΑ προσγείωσαν τους ντόπιους αστούς. Η τελευταία
διαφοροποίηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οι γκρίνιες αστικών παραγόντων για το τι
κερδήθηκε τελικά από το ταξίδι στις ΗΠΑ δείχνουν ότι τμήματα της αστικής τάξης
περίμεναν κάτι παραπάνω από τις ΗΠΑ γι’ αυτές τις εκδουλεύσεις. Παράλληλα, έχει
ανοίξει στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης η συζήτηση για τις πραγματικές
δυνατότητες που έχει να υπερασπιστεί όχι μόνο τους μαξιμαλισμούς της αλλά και
τον στενό πυρήνα της κυριαρχίας της, σε περίπτωση π.χ. που η Άγκυρα
πραγματοποιήσει την απειλή της να στείλει γεωτρύπανο νότια της Κρήτης. Συζήτηση
που έχει αναδείξει τόσο την πλευρά του τυχοδιωκτισμού και της δημιουργίας όρων
ανταπόκρισης στην αντιπαράθεση, όσο και την πλευρά του «ρεαλισμού» για προσφυγή
στην Χάγη και ευρύτερα ανοίγματος ενός δρόμου παγώματος της αντιπαράθεσης ή
έστω χαμηλώματος των τόνων με την τούρκικη αστική τάξη και φυσικά με
αμερικανική επιδιαιτησία.
Το
λαϊκό κίνημα στη χώρα μας και στην περιοχή
Προβληματισμοί
– ερωτήματα - προσανατολισμός
Περί
αμυντισμού και επιθετικότητας
Έχει
αναπτυχθεί μια έντονη και κυρίαρχη θα λέγαμε φιλολογία (που κρατάει από την
ήττα της ελληνικής αστικής τάξης το 1974) για «επιθετική Τουρκία» και
«αμυνόμενη Ελλάδα». Μια φιλολογία που πλασάρεται από όλα τα κέντρα του αστισμού
στη χώρα μας. Που αποτυπώνει τόσο τις εκτιμήσεις τους για το σημερινό
συσχετισμό ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις, όσο και τις επιλογές της «δικιάς
μας» αστικής τάξης για την αντιμετώπιση του ζητήματος. Αν οι συσχετισμοί ήταν
διαφορετικοί, είμαστε σίγουροι πως θα προβάλλονταν «οι ανολοκλήρωτοι εθνικοί
στόχοι» ή κάτι παρόμοιο. Μια φιλολογία που στοχεύει στη λεγόμενη «εθνική ομοψυχία»,
δηλαδή στην υποταγή του λαού στην αστική τάξη. Που αφαιρεί από τις
ελληνοτουρκικές διαφορές το ταξικό τους περιεχόμενο, το ότι είναι δηλαδή
αντιθέσεις των δύο αστικών τάξεων και όχι των δύο λαών. Που εξαφανίζει την
ιμπεριαλιστική εξάρτηση και όλο το πλέγμα των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και
ανταγωνισμών μέσα στο οποίο κινούνται αυτές οι αντιθέσεις. Που επιδιώκει την
αποδοχή της κυβερνητικής και ευρύτερα της αστικής πολιτικής σε όλες τις
εκφράσεις της. Πρώτα απ’ όλα, σ’ αυτή που αφορά τα ελληνοτουρκικά, το
ιμπεριαλιστικό «αποκούμπι» και τις υπόλοιπες κινήσεις και φυσικά τους
στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Και παραπέρα, σ’ αυτή που καλύπτει όλο το φάσμα της
κοινωνικής ζωής και που εκδηλώνεται με μια πρωτοφανή επίθεση σε ευρύτερα λαϊκά
στρώματα. Για ανοχή (κάτω από τους «εθνικούς κινδύνους») της αντιλαϊκής και
αντεργατικής πολιτικής, για «εκλογίκευση» των διεκδικήσεων και υποστολή των
(όποιων) αγώνων.
Παράλληλα,
η μετατροπή του κύριου ανταγωνιστή της ελληνικής αστικής τάξης σε «εχθρό του
έθνους και του λαού» και η προβολή της «σταθερής επιθετικότητάς» του αποτέλεσε
το έδαφος ανάπτυξης εθνικιστικών και ρατσιστικών αντιλήψεων, πολύ πριν η
πολιτική της επίθεσης του συστήματος εκθρέψει το φασιστικό τέρας που συνεχίζει
να αποτελεί τροφοδότη του. Η Μειονότητα της Θράκης έχει πληρώσει ακριβά αυτή
την κατεύθυνση, ως ένα κομμάτι του ανταγωνισμού των δύο αστικών τάξεων, ο
οποίος συνθλίβει διαχρονικά τη ζωή και το μέλλον της.
Σε
σχέση τώρα με την ουσία των όρων «επιτιθέμενος» και «αμυνόμενος» και όσον αφορά
την αριστερά και το λαϊκό κίνημα: Από άποψη φύσης και χαρακτήρα και οι δύο
αστικές τάξεις είναι εξίσου επιθετικές. Η γενικότερη επιδίωξή τους είναι η
συνολική και ριζική ανατροπή των συσχετισμών δύναμης της μιας σε βάρος της
άλλης, η πεποίθησή τους ότι η αναβάθμιση του ρόλου της μιας προϋποθέτει τη
δραστική αλλαγή των συσχετισμών σε βάρος της άλλης. Από αυτή την άποψη, οι
αντιθέσεις τους είναι διαρκείς και ασυμβίβαστες. Όσο κι αν κατά περιόδους
μπαίνουν «κάτω από το χαλί», δεν εξαλείφονται, δεν λύνονται και συνεχίζουν να
αποτελούν ενεργό παράγοντα εντάσεων, που μπορούν να φτάσουν μέχρι την πολεμική
αναμέτρηση.
Η
όποια (μεγαλύτερη) επιθετικότητα της Τουρκίας και ο όποιος «αμυντισμός» της
χώρας μας δεν έχει σχέση με τα χαρακτηριστικά των δύο αστικών τάξεων. Ο βαθμός
εκδήλωσης της επιθετικότητάς τους καθορίζεται τόσο από το συσχετισμό δύναμης,
που διαμορφώνεται σε κάθε περίοδο ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις (και την
κατάσταση στο εσωτερικό τους μέτωπο), όσο -και κυρίως- από το αν αυτή η
επιθετικότητα έχει, ή θεωρείται ότι θα έχει, τη στήριξη των κυρίαρχων
ιμπεριαλιστών.
Μέσα
σ’ αυτά τα πλαίσια, καθόλου δεν αποκλείονται και τυχοδιωκτισμοί ως «φυγή»
μπροστά σε ασφυκτικές καταστάσεις και ανεξαρτήτως των «δοσμένων» συσχετισμών.
Επίσης, δεν είμαστε καθόλου σίγουροι αν αυτός που παρουσιάζεται ως σημερινός
συσχετισμός θα είναι έτσι και αύριο, τόσο αυτός καθαυτός, όσο και σε σχέση με
την παρέμβαση του ιμπεριαλιστικού παράγοντα. Και δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι
οι όροι «επιτιθέμενος» και «αμυνόμενος», όπως παρουσιάζονται σήμερα, θα ήταν
αντεστραμμένοι αν ήταν διαφορετικοί οι συσχετισμοί ανάμεσα στις αστικές τάξεις
της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Μια
μικρή ιστορική αναδρομή είναι πολύ χρήσιμη για να δούμε πιο καθαρά τα πράγματα:
Ποιος ήταν επιτιθέμενος και ποιος αμυνόμενος το 1974 στο ζήτημα του Κυπριακού;
Η ελληνική αστική τάξη που -δια του Ιωαννίδη- επιχείρησε με το πραξικόπημα στην
Κύπρο την επέκταση της κυριαρχίας της ή η τουρκική που βρήκε αφορμή για
στρατιωτική επέμβαση και κατοχή; Στην περίπτωση των ερευνών του Σισμίκ σε
«αμφισβητούμενες» περιοχές το 1987, ήταν από την πλευρά της Τουρκίας η
«πρόκληση» ή από την ελληνική πλευρά, που από πιο μπροστά είχε αναθέσει σε
κοινοπραξία την πραγματοποίηση ερευνών σε «αμφισβητούμενες» περιοχές, οι οποίες
(έρευνες) ματαιώθηκαν την τελευταία στιγμή με την κρατικοποίηση της
κοινοπραξίας;
Και
για να έρθουμε σε πιο πρόσφατες εξελίξεις: Αλήθεια, πόσο «αμυντικοί» έναντι των
προκλητικών δηλώσεων για την ανάγκη αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης και
των επιθετικών της αναφορών σε Γαλάζιες Πατρίδες της τουρκικής αστικής τάξης
είναι οι (αμερικανόπνευστοι) άξονες Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και
Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου, με αναφορές μάλιστα στο στρατιωτικό, τεχνολογικό και
ενεργειακό πεδίο, και η πρόσφατη συμφωνία για τον αγωγό East Med; Οι μεγάλες
ιδέες, οι εθνικές αναφορές, οι τυχοδιωκτισμοί και οι τσαμπουκάδες δεν λείπουν
από την ελληνική αστική τάξη. Το ίδιο όπως και οι ρεαλισμοί της υποταγής στο
πλαίσιο της εξάρτησης και το πλασάρισμά της ως παράγοντας σταθερότητας.
Οι
δοσμένοι σε κάθε περίοδο συσχετισμοί ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις και η
αντίστοιχη έκφραση επιθετικών πρωτοβουλιών, όπως και η στάση των ιμπεριαλιστών,
είναι βεβαίως μια υπαρκτή πολιτική διάσταση. Δεν μπορεί κανείς να την
παραβλέψει ή να την αγνοήσει. Το ερώτημα είναι πώς αυτή η
διάσταση, με τους δοσμένους κάθε φορά ταξικούς συσχετισμούς, περνάει στον
πολιτικό λόγο και στα καθήκοντα του επαναστατικού κινήματος. Η απάντηση σ’ αυτό
το ερώτημα (από όποιες δυνάμεις κινούνται στην κατεύθυνση της επαναστατικής
ανατροπής του συστήματος) πρέπει να εδράζεται -σε κάθε περίπτωση- πάνω στην
ανάγκη συγκρότησης του υποκειμένου σε αυτόνομη ταξική βάση και σε αντιπαράθεση
με την αστική τάξη και το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης.
Για
πολλές δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά, η αναγνώριση και προβολή της
τουρκικής επιθετικότητας έχει ως συνέπεια να στοχοποιούν (εμφανώς ή εμμέσως)
την τουρκική αστική τάξη ως μόνιμο παράγοντα απειλής της ειρήνης στην περιοχή
και αμφισβήτησης στοιχείων εθνικής κυριαρχίας. Εμείς ξέρουμε κατ’ αρχήν ότι
μόνιμη απειλή της ειρήνης είναι οι ιμπεριαλιστές, ενώ η ανεξαρτησία της χώρας
και στοιχεία κυριαρχικών δικαιωμάτων έχουν εκχωρηθεί σε ΗΠΑ-ΕΕ από την ελληνική
αστική τάξη. Όσον αφορά δε τις αντιθέσεις, αντιπαραθέσεις και διεκδικήσεις των
δύο αστικών τάξεων, έχουμε αναφερθεί παραπάνω και μ’ αυτή την έννοια θεωρούμε
ότι ο διαχωρισμός σε «επιτιθέμενο» και «αμυνόμενο» δεν μπορεί να προσδώσει
συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο στη στάση και τους στόχους πάλης του λαϊκού
κινήματος σήμερα. Αντίθετα πιστεύουμε ότι ενεργεί απολύτως αποπροσανατολιστικά
στη συνείδηση του λαού.
Εμείς
τα ζητήματα αυτά (ανεξαρτησίας, πατρίδας, εδαφικής ακεραιότητας κ.λπ.) θέλουμε
να τα βλέπουμε με το ταξικό περιεχόμενο το οποίο έχουν. Έχουμε σαφή γνώση για
τη στάση και τις επιδιώξεις της υποταγμένης αστικής «μας» τάξης. Γνωρίζουμε ότι
το ζήτημα της ανεξαρτησίας (το κατεξοχήν «εθνικό» ζήτημα) και κατ’ επέκταση της
υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας και των υπόλοιπων κυριαρχικών δικαιωμάτων
είναι υπόθεση του λαού και της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό το λόγο οι στόχοι μας
καθορίζονται από την αναγκαιότητα (μέσα από την αντίσταση, διεκδίκηση,
αντιπαράθεση) για αλλαγή των ταξικών συσχετισμών και σε βάρος της αστικής τάξης
και του ιμπεριαλιστικού παράγοντα. Απ’ αυτή τη σκοπιά τα θέτουμε και με στόχο
την ανάπτυξη κινήματος σε
αντικαπιταλιστική-αντιιμπεριαλιστική-αντισυνδιαχειριστική κατεύθυνση. Η
τοποθέτησή τους σε ένα άλλο επίπεδο, με προσδιορισμό συγκεκριμένης πολιτικής
τακτικής και με χαρακτηριστικά ευθύνης για την υπεράσπιση ή κατάκτησή τους από
την εργατική τάξη και την επαναστατική της πρωτοπορία, είτε υπάρχουν οι
συσχετισμοί για να τεθούν με τους δικούς τους όρους (αυτόνομης συγκρότησης και
περιεχομένου) είτε δεν υπάρχουν -όπως συμβαίνει σήμερα- καταλήγουν στην υποταγή
στην πλευρά που έχει τον ταξικό συσχετισμό (και μάλιστα με καταθλιπτικούς όρους
σήμερα), δηλαδή στην αστική τάξη.
Και
για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Ποια καθήκοντα τίθενται στο κίνημα σήμερα από
τον προσδιορισμό της τουρκικής αστικής τάξης ως «επιτιθέμενου» μέρους και της
ελληνικής αστικής τάξης ως «αμυνόμενου»; Θα συμφωνήσουμε, για παράδειγμα, με
τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς; Θα συμβάλουμε στην κοινωνική ειρήνη και
ομοψυχία; Θα αποδεχτούμε την υποστολή των αγώνων ενόψει των κινδύνων; Ή
θεωρούμε ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο απαντάμε στον κάλπικο και επικίνδυνο
«πατριωτισμό» και δημιουργούμε ρωγμές στο έδαφος του εθνικισμού; Από καμιά
πλευρά της Αριστεράς βέβαια δεν γίνονται (εμφανώς και τουλάχιστον προς το
παρόν) τέτοιες αναφορές. Οι διαχωρισμοί όμως («επιτιθέμενος», «αμυνόμενος»)
παραμένουν και, παρά το γεγονός ότι έχουν μόνο σχετική, προσωρινή και για
συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ισχύ, στους σημερινούς συσχετισμούς -και
ανεξάρτητα από προθέσεις- οδηγούν τη συνείδηση του λαού σ’ αυτό που επιδιώκει η
αστική τάξη, δηλαδή στην «εθνική ομοψυχία».
Υπάρχουν
βέβαια και εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις με αναφορά στην Αριστερά και το κίνημα
που, στο όνομα ενός τροτσκιστικού τύπου διεθνισμού, υποβαθμίζουν τον εθνικισμό
της τουρκικής αστικής τάξης, για να υπερτονίσουν τον εθνικισμό της ελληνικής.
Καταργούν τον παράγοντα εξάρτηση και ιμπεριαλιστική παρέμβαση, αφού γι’ αυτούς
οι δύο αστικές τάξεις είναι ιμπεριαλιστικές. Περιορίζουν τις αντιθέσεις τους σε
επίπεδο ανταγωνισμού ελληνικών και τουρκικών κεφαλαίων, οι οποίες (αντιθέσεις)
μπορούν να απαλύνονται κάτω από το γενικό καπιταλιστικό συμφέρον.
Αντιμετωπίζουν ζητήματα αλλαγής συνόρων και αμφισβήτησης κυριαρχίας από τη μια
ή την άλλη πλευρά με μια επικίνδυνη ελαφρότητα και διατυπώνουν θέση κατά της
Συνθήκης της Λωζάνης, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να διερευνήσουν τι
ακριβώς σημαίνει πρακτικά το αίτημα αυτό (ότι δηλαδή οδηγεί στην αποδοχή της
αλλαγής συνόρων και φυσικά όχι με ομαλό τρόπο).
ΑΟΖ
και κυριαρχικά δικαιώματα
Έχει
μια ιδιαίτερη σημασία να κάνουμε στο σημείο αυτό μια μικρή αναφορά στις ΑΟΖ
(Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες). Η αντιπαράθεση των δύο αστικών τάξεων στο
ζήτημα αυτό έχει βεβαίως το οικονομικό της περιεχόμενο, κυρίως αναφέρεται στην
διεκδίκηση ρόλου όσον αφορά την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων και
τους δρόμους μεταφοράς τους και γενικότερα ακουμπά το ζήτημα της κυριαρχίας στο
Αιγαίο και τη θέση τους στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή της
Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Προς αυτή την κατεύθυνση αναπτύσσονται οι κινήσεις
των κυβερνήσεων των δύο χωρών. Οι αντιπαραθέσεις για το ποια νησιά έχουν ΑΟΖ,
οι έρευνες σεισμογραφικών πλοίων, οι άξονες και οι σχέσεις με τις άλλες χώρες
της περιοχής (Κύπρος, Ισραήλ, Αίγυπτος, Λίβανος). Κινήσεις που έχουν βέβαια
πλαίσιο και αναφορά. Πλαίσιο το καθεστώς της εξάρτησης και αναφορά τους
ιμπεριαλιστές, τα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς τους. Γιατί το ενεργειακό
ζήτημα (εκμετάλλευση-δρόμοι μεταφοράς-προορισμός) και ο έλεγχος της κρίσιμης
περιοχής του Αιγαίου και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου είναι ζητήματα που
κρίνονται, καθορίζονται και προκύπτουν από τον άγριο και επικίνδυνο
ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, που εξελίσσεται στην ευρύτερη περιοχή. Μ’ αυτούς
τους όρους, οι ΑΟΖ και η οριοθέτησή τους αποτελούν εργαλεία στα χέρια των
ιμπεριαλιστών (ΗΠΑ, ΕΕ) για τον έλεγχο των δύο χωρών (μέσα από την εναλλαγή της
υποστήριξης ή της παρότρυνσης των ενεργειών της μιας ή της άλλης πλευράς) και
για την κατοχύρωση και διεύρυνση της κυριαρχίας τους σ’ αυτές, αλλά και στις
άλλες (εμπλεκόμενες) χώρες. Αυτό είναι το βασικό τους περιεχόμενο, μ’ αυτή την
έννοια πρέπει να αντιμετωπίζονται από την πλευρά του κινήματος.
Για
το λαό, το κίνημα και την Αριστερά
Οι
κίνδυνοι επομένως μεγαλύτερων εντάσεων και οξύνσεων -έως και πολεμικών
αντιπαραθέσεων- είναι πάντα υπαρκτοί και ενισχύονται στη σημερινή περίοδο από
τις εξελίξεις στην ευρύτερη «γειτονιά» μας.
Αυτή
η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις είναι άδικη και έχει πέρα για
πέρα αντιδραστικά χαρακτηριστικά. Από καμιά πλευρά, ούτε από την «αμυνόμενη»
ούτε από την «επιτιθέμενη», δεν είναι δίκαιη και το λαϊκό κίνημα δεν έχει
κανέναν λόγο να βάλει στη θέση του «αδικημένου» τους υπόλογους και υπεύθυνους
για τα δεινά του και να συμβαδίσει μαζί τους.
Ο
λαός μας, όπως και ο λαός της Τουρκίας, τίποτα δεν έχει να κερδίσει από τον
ανταγωνισμό των δύο αστικών τάξεων. Γι’ αυτό οφείλει να προσδιορίσει τους
εχθρούς του, την εξαρτημένη αστική τάξη και τους επικυρίαρχους ιμπεριαλιστές,
ΗΠΑ-ΕΕ, και να αναπτύξει την πάλη ενάντιά τους. Ενάντια στο καθεστώς της
εξάρτησης και τους φορείς της εκμετάλλευσης και της υποτέλειας. Ενάντια στον
πόλεμο και τους ιμπεριαλιστές (δυτικούς και ανατολικούς), που μέσα από τον
ανταγωνισμό και τις επεμβάσεις τους επαναχαράσσουν σύνορα και σφαγιάζουν λαούς.
Ενάντια στο σοβινισμό και τον εθνικισμό της δικιάς «μας» αστικής τάξης, όπως
και οποιασδήποτε άλλης πλευράς (και φυσικά της τουρκικής). Ενάντια στη λογική
του «εθνικού κινδύνου» αλλά και της «εθνικής δικαίωσης».
Είμαστε
ενάντια σε κάθε ενέργεια «επιθετική», «αμυντική», προκλητική ή τυχοδιωκτική
(από την αστική τάξη και φυσικά από τον ιμπεριαλισμό), που οδηγεί σε κλιμάκωση
του ανταγωνισμού και μπορεί να θέσει το λαό μας (και τον τούρκικο λαό) μπροστά
στον κίνδυνο του πολέμου. Μ’ αυτή την έννοια, θεωρούμε δεδομένα τα υπάρχοντα
σύνορα και το καθεστώς του Αιγαίου, έτσι όπως έχουν προκύψει μέσα από τη
διαδικασία συγκρότησης των δύο κρατών και είμαστε αντίθετοι σε κάθε αμφισβήτησή
τους. Είτε πρόκειται για υλοποίηση «νόμιμων δικαιωμάτων» (επέκταση των
ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια) είτε πρόκειται για «νόμιμες
διεκδικήσεις» (παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου με την αμφισβήτηση του
εύρους του) είτε -πολύ περισσότερο- πρόκειται για συνολική αμφισβήτηση του
καθεστώτος των συνόρων, μέσα από την άρνηση των συνθηκών που ισχύουν (και αυτό
δεν έχει καμία σχέση με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων εθνοτήτων ή μειονοτήτων
της μιας ή της άλλης χώρας).
Η
πάλη για την ειρήνη, η πάλη για τη ζωή και τα δικαιώματα των λαών, των
εθνοτήτων και των μειονοτήτων είναι υπόθεση των ιδίων και δεν ανατίθεται σε
καμία αστική τάξη και σε κανέναν ιμπεριαλιστή.
Μέσα
σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο εντάσσεται και το προσφυγικό ζήτημα (με το οποίο η
Τουρκία εκβιάζει και την Ελλάδα και την ΕΕ) και το οποίο έχει αναδειχθεί σε
πανελλαδικό πολιτικό ζήτημα με τα διάφορα στρατόπεδα-φυλακές που προωθεί η
κυβέρνηση σ’ όλη τη χώρα (για την «αποσυμφόρηση των νησιών»). Το
προσφυγικό-μεταναστευτικό γίνεται εργαλείο στα χέρια της κυβέρνησης και του
συστήματος για την αντιδραστικοποίηση συνολικά του πολιτικού κλίματος και της
κατάστασης στο λαό.
Οι
αγώνες του λαού και της εργατικής τάξης στο «εσωτερικό μέτωπο» πρέπει να δεθούν
με την ανάπτυξη της αλληλεγγύης και τη συγκρότηση του μετώπου πάλης των λαών
της Ελλάδας και της Τουρκίας, αλλά και των άλλων λαών της περιοχής, ενάντια
στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό, την αντίδραση και τον εθνικισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου