Του Β. Σαμαρά
Αποφασίστηκε τελικά να δοθούν από τις ΗΠΑ τα 61 δισ. ενίσχυσης του Κιέβου. Αυτά προστίθενται στα άλλα τόσα, και ίσως και περισσότερα, που ήδη διοχετεύονται προς την ίδια κατεύθυνση από τη μεριά ευρωπαϊκών χωρών. Εκατομμύρια που μέλλεται να μεταφραστούν σε οπλικά συστήματα έως και F16.
Μια εξέλιξη που ήρθε να διαψεύσει τα διάφορα ανυπόστατα που διατυπώνονταν από διάφορες πλευρές, όπως περί «κόπωσης» των χωρών της Δύσης, περί αποθηκών που είχαν «αδειάσει» από όπλα, περί αδυναμίας των πολεμικών βιομηχανιών της Δύσης να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του πολέμου. Ακόμη, για αδυναμία των ΗΠΑ-Δύσης να κινηθούν σε δύο μέτωπα, καθώς έδειχνε να κλιμακώνεται η ένταση στη Μ. Ανατολή. Για ισχυροποίηση των τάσεων σε ΗΠΑ-Δύση που πίεζαν για την αναζήτηση ενός «έντιμου συμβιβασμού». Κι από κοντά κι ο Τραμπ, που «θα τερμάτιζε», λέει, «τον πόλεμο σε δυο μέρες», αν εκλεγεί πρόεδρος. Μια εξέλιξη που ήρθε απλά να επιβεβαιώσει εκείνο που ήταν φανερό και εκείνες τις εκτιμήσεις που στηρίζονταν στα πραγματικά δεδομένα του όλου ζητήματος.
Όσο με αφορά, δεν θα ‘χα να προσθέσω και πολλά στα όσα έχω αναφέρει σε παλιότερες παρεμβάσεις μου. Αν αναγκάζομαι να επαναλάβω κάποια πράγματα είναι τόσο για να τα υπενθυμίσω όσο και, κυρίως, για να καταδείξω το πόσο και πώς εντάσσονται και οι νεότερες εξελίξεις στο συνολικό πλαίσιο και τα δεδομένα που εξ αρχής το έχουν διαμορφώσει.
Το διακύβευμα της αναμέτρησης
Το πρώτο και κύριο που αποτελεί και τη βάση προσέγγισης όλων των τεκταινομένων βρίσκεται σε αυτό που ήδη είχα προσδιορίσει σαν το βασικό διακύβευμα αυτής της αναμέτρησης. Μιας αναμέτρησης που κρίνει τη θέση και το ρόλο της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης στον κόσμο που έρχεται και γενικότερα τη διάταξη δυνάμεων. Ας εξηγηθώ περισσότερο.
Ο κόσμος, όπως έχει διαμορφωθεί εδώ και πολλά χρόνια και ιδιαίτερα μετά τις ανατροπές του 1989-1991, χαρακτηρίζεται από τον δεσπόζοντα έως κυριαρχικό ρόλο των ιμπεριαλιστικών χωρών της Δύσης. Μια σχέση πραγμάτων που εκφραζόταν σε όλα τα πεδία και παρείχε σημαντικά πλεονεκτήματα σε αυτές τις δυνάμεις. Τη δυνατότητα ελέγχου των πολιτικών εξελίξεων στις διάφορες χώρες, ενώ στον οικονομικό τομέα διασφάλιζε μια συνεχή ροή πραγματικών αξιών από όλες τις άλλες χώρες στις δυτικές μητροπόλεις. Ή, για να το θέσω λίγο διαφορετικά, εξασφάλιζε τον λεγόμενο «δυτικό τρόπο ζωής», για τον οποίο επαίρονται οι απολογητές του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Αναδιατάξεις και ανταγωνισμοί
Αυτή η «τάξη πραγμάτων» άρχισε να αμφισβητείται από τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων που εξελίσσεται εδώ και μερικά χρόνια. Μια εξέλιξη που σημαδεύτηκε από την ανασυγκρότηση της ρωσικής ισχύος υπό τον Πούτιν, τη διαρκή άνοδο της Κίνας, αλλά και την παρεμβολή στα «ρήγματα» που δημιουργούνταν και δυνάμεων όπως η Ινδία και η Βραζιλία, ή ακόμη και «δευτερότερων», όπως το Ιράν, η Σ. Αραβία, η Ν. Αφρική, η Τουρκία κ.ά. Γενικότερα, εξελίξεις που έδειχναν μια όλο και μεγαλύτερη διαφοροποίηση των συσχετισμών στον κόσμο, πράγμα που οδηγούσε σε μια παρόξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ενός ανταγωνισμού που εκδηλωνόταν σε όλα τα πεδία, το οικονομικό, το πολιτικό, το στρατιωτικό και σε κάθε γωνιά της γης. Εξελίξεις που κορυφαία τους έκφραση αποτέλεσε η αναμέτρηση στο έδαφος της Ουκρανίας.
Στόχοι των ΗΠΑ
Απέναντι σε αυτά και όσον αφορά τη Δύση και πρώτα και κύρια τις ΗΠΑ, αυτό που έβλεπαν ήταν ότι η συνέχιση ενός τέτοιου προτσές θα έθετε υπό αίρεση την ηγεμονική τους θέση. Βασικό τους μέλημα έγινε έτσι η ανακοπή αυτής της πορείας. Έχοντας επίγνωση ότι θα ήταν από δύσκολο έως επικίνδυνο να επιδιώξουν την ταυτόχρονη αντιμετώπιση Ρωσίας και Κίνας, επέλεξαν το χτύπημα της Ρωσίας σαν τον κρίκο που θα σύρει την αλυσίδα των επιδιώξεών τους. Από την επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα ρωσικά σύνορα έως την περικύκλωσή της από τις βαλτικές χώρες έως τα Βαλκάνια και τον Καύκασο. Στόχος, η περίσφιξη, ο στραγγαλισμός της Ρωσίας, έτσι ώστε να αναγκαστεί να υποκύψει στις απαιτήσεις της Δύσης είτε να καταστεί ευάλωτη ακόμη και σε στρατιωτικά χτυπήματα. Κορυφαία έκφραση αυτών των επιδιώξεων, οι κινήσεις (μέσω και πραξικοπήματος) ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και η διαμόρφωσή της σε προκεχωρημένο οχυρό της Δύσης στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας.
Ποιοι ήθελαν τη σύγκρουση
Μόνο που η Ρωσία δεν ήταν πλέον η Ρωσία του Γέλτσιν, αλλά μια ιμπεριαλιστική δύναμη αποφασισμένη να προωθήσει και αυτή τις επιδιώξεις της. Όπως και να έχει, στα όσα προηγούμενα αναφέρθηκαν διαφαίνονται με σαφήνεια ποιοι προετοίμασαν και οδήγησαν σε αυτόν τον πόλεμο, έστω και αν είναι ο Πούτιν που «χρεώνεται» το πέρασμά του στη σημερινή του μορφή. Έναν πόλεμο που η Ρωσία θα ήθελε να τον αποφύγει, όπως έδειξε άλλωστε με τη στάση της από το 2014 και επόμενα, καθώς δεν ήθελε μια πολεμική αναμέτρηση με το ΝΑΤΟ. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, καθώς δεν είχε διασφαλισμένη την πλήρη υποστήριξη της Κίνας.
Έναν πόλεμο που δεν τον ήθελε η Κίνα, καθώς η έως τότε κατάσταση ευνοούσε την ανοδική της πορεία. Που δεν ήθελε μια αναμέτρηση με ΗΠΑ-ΝΑΤΟ πριν τουλάχιστον αναπτύξει πλήρως την ισχύ της και που βεβαίως δεν ήθελε να μπει σε μια σύγκρουση και σε ρόλο μάλιστα «ακολούθου» της Ρωσίας. Έναν πόλεμο που τον κατέστησαν τελικά αναπόφευκτο με τις κινήσεις τους κατά κύριο λόγο οι δυνάμεις των ΗΠΑ-Δύσης. Έναν πόλεμο που έφερε σε πρώτο πλάνο αυτό που ήδη ανέφερα σαν το κύριο διακύβευμά του.
Πιθανές συνέπειες
Ας ξανάρθω σε αυτό. Αυτό που κρίνεται πλέον είναι το αν ΗΠΑ-Δύση θα συνεχίσουν να έχουν τον δεσπόζοντα ρόλο στον κόσμο ή θα έχουμε μια ανατροπή αυτής της τάξης πραγμάτων. Αυτό είναι που εξηγεί πολλά. Που εξηγεί τη στάση όχι μόνο των ΗΠΑ αλλά και των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, οι οποίοι δεν «σύρονται» από τις ΗΠΑ, όπως κατά κόρον έχει λεχθεί, αλλά αποτελούν βασικό μέτοχο αυτής της σύγκρουσης. Μια σύγκρουση από την έκβαση της οποίας θα κριθούν πολλά και άκρως σημαντικά.
Μια ήττα στρατηγικού χαρακτήρα θα είχε πολύ σημαντικές συνέπειες για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Όσον αφορά τις ΗΠΑ-Δύση, θα κλόνιζε καθοριστικά τη δεσπόζουσα θέση και το ρόλο τους στον κόσμο και θα οδηγούσε στην απώλεια των πλεονεκτημάτων που τους διασφάλιζε έως τώρα αυτός ο ρόλος. Αυτό το «έχει» τους είναι που υπερασπίζονται λυσσαλέα και θα συνεχίσουν να το υπερασπίζονται.
Ανάλογες και κατά το μάλλον πιο οδυνηρές θα είναι οι συνέπειες για τη Ρωσία σε περίπτωση ήττας. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα «χάσει» απλά και μόνο την Ουκρανία. Σε μια σειρά χώρες της περιφέρειάς της και για την ώρα υπό την επιρροή της θα δυναμώσουν οι φυγόκεντρες και φιλοδυτικές τάσεις. Γενικότερα, δεν θα μπορεί να προβάλλει σαν δύναμη πρώτης γραμμής. Αλλά και στο εσωτερικό της Ρωσικής Ομοσπονδίας θα δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα, πολύ περισσότερο καθώς η ρωσική αστική τάξη δεν έχει φτάσει ακόμα στην «ιστορική της ωρίμανση» και δεν εμφανίζεται τόσο συμπαγής όσο οι αντίστοιχες δυτικές.
«Επενδύσεις» σε αίμα (των άλλων)
Αυτά είναι που εξηγούν τη στάση και τις κινήσεις της κάθε πλευράς και τους λόγους που οδηγούν την κλιμάκωση της αναμέτρησης σε όλο και πιο επικίνδυνα επίπεδα. Εδώ βρίσκονται οι εξηγήσεις για τα εκατοντάδες δισ. δολάρια που διατίθενται. Η Δύση γνωρίζει ότι έχει να χάσει ή να κερδίσει πολύ περισσότερα σε περίπτωση ήττας ή νίκης. Σ’ αυτή τη βάση, ούτε «κουράστηκε» ούτε διατίθεται να κουραστεί. Αν παρατηρήθηκε μια, σχετική πάντα, στασιμότητα στην ενίσχυση του Κιέβου, αυτή έχει να κάνει με την αποτίμηση των αποτελεσμάτων της περίφημης αντεπίθεσης του ουκρανικού στρατού αλλά και των αντίστοιχων δυνατοτήτων της ρωσικής πλευράς.
Απ’ εκεί και πέρα, όσον αφορά τις «αποθήκες» οπλικών συστημάτων. ούτε έχουν «αδειάσει» αλλά, ακόμα κι αν υποθέσουμε κάτι τέτοιο, μπορούν να «ξαναγεμίσουν». Σ’ αυτό το ερώτημα η απάντηση βρίσκεται στις τεράστιες δυνατότητες του βιομηχανικού δυναμικού της Δύσης. Αν δεν έχουν περάσει ακόμη στην πλήρη ενεργοποίηση των στρατιωτικών τους βιομηχανιών (σε αντίθεση, λ.χ., με τη Ρωσία), αυτό είναι κάτι που μπορούν να το κάνουν. Δεν είναι ζήτημα τεχνολογικό αλλά πολιτικό.
Και όσον αφορά αυτό το τελευταίο, η απάντηση συνδέεται άμεσα με το διακύβευμα αυτής της αναμέτρησης. Με βάση αυτό διαμορφώνονται κατά κύριο λόγο οι πολιτικές τάσεις σε ΗΠΑ-Δύση (και όχι μόνο), με βάση αυτό και ο «ειρηνοποιός» Τραμπ δήλωσε τελευταία ότι «δεν γίνεται να χαθεί η Ουκρανία», διαλύοντας τις όποιες αυταπάτες.
Η άλλη πλευρά
Όσον αφορά την άλλη πλευρά, τα περιθώρια μιας ήττας είναι ακόμη μικρότερα στην περίπτωσή της. Έχοντας μάλιστα επίγνωση του συνολικότερου συσχετισμού ισχύος και σε αντίθεση με την παραδοσιακά συγκρατημένη στάση της σε αυτό το θέμα, επισείει κάθε τόσο την πιθανότητα χρήσης του πυρηνικού της δυναμικού. Ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτή την πλευρά έχει να σταθούμε λίγο στις διαθέσεις δυνάμεων που φέρονται να κινούνται ευνοϊκά προς αυτήν.
Πρώτα και κύρια της Κίνας. Όπως ήδη ανέφερα, ούτε ήθελε ούτε και θέλει αυτόν τον πόλεμο. Το πρόβλημά της συνίσταται στο ότι, αν αφήσει αβοήθητη τη Ρωσία να υποστεί μια βαριά ήττα, αυτό που κατά πάσα πιθανότητα μπορεί να έρθει μετά θα ‘ναι η δική της σειρά. Για την ώρα στέκεται «διακριτικά» στο πλευρό της Ρωσίας. Το ερώτημα βρίσκεται στο τι θα πράξει αν οι εξελίξεις θέσουν το δίλημμα μιας δραστικής συμμετοχής της. Ένα ερώτημα δύσκολο να απαντηθεί, καθώς υπάρχει σειρά παραγόντων που θα μπορούσαν να την ωθήσουν προς τη μια ή μια άλλη κατεύθυνση.
Ανάλογα, και ίσως και μεγαλύτερα διλήμματα, τίθενται και για άλλες χώρες. Το Ιράν, που για την ώρα στηρίζει τη Ρωσία, δεν μπορεί να θεωρηθεί σταθερός σύμμαχος και σε βάθος χρόνου. Τα γεγονότα στη Μ. Ανατολή και παρά το δράμα που βιώνουν οι Παλαιστίνιοι δείχνουν ότι το Ιράν έχει τη δική του ατζέντα. Μια ατζέντα που, όπως διαφάνηκε και μέσα από την ανταλλαγή πυρών με το Ισραήλ, δεν διστάζει να τη διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ. Το αν οι εξελίξεις στην περιοχή το σπρώξουν στη μια ή την άλλη τροχιά, αυτό είναι κάτι που μένει να το δούμε.
Όσον αφορά την «αρειμάνια» Β. Κορέα, εκτιμάται ότι περισσότερο λειτουργεί σαν «λαγός» των κινεζικών διαθέσεων - και αυτό είναι που θα κρίνει κυρίως τη στάση της - παρά το «απρόβλεπτο» της ηγεσίας της. Αντίστοιχα διλήμματα αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες, όπως η Ινδία κ.ά., οι οποίες μπορούν να αποκλίνουν προς τη μια ή την άλλη πλευρά, αλλά το τελευταίο που θα ήθελαν θα ‘ταν να βρεθούν μπροστά στο πρόβλημα ένταξης στη μια ή την άλλη πλευρά με όρους πολεμικής αναμέτρησης.
Στο πεδίο των μαχών
Αποφασιστική σημασία, όπως είναι ευνόητο, έχουν οι εξελίξεις στο καθαυτό στρατιωτικό πεδίο. Πριν από μερικούς μήνες είχαμε τη λεγόμενη αντεπίθεση των δυνάμεων του Κιέβου με πενιχρά αποτελέσματα και μεγάλες απώλειες σε άνδρες και υλικό (όπως και η ρωσική πλευρά είχε τις δικές της απώλειες). Στη συνέχεια η πρωτοβουλία των κινήσεων πέρασε στις ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις. Διαβάζουμε στα ΜΜΕ για συνεχή προέλαση σε όλο το μέτωπο και για αδυναμία των δυνάμεων του Κιέβου να την ανακόψουν. Μια αδυναμία που αποδίδεται στα ελλείμματα σε οπλισμό αλλά και σε ανθρώπινο δυναμικό αυτής της πλευράς.
Αν, ωστόσο, ενσκήψει κανείς στα πραγματικά δεδομένα, θα δει ότι εκτός από την οπωσδήποτε σημαντική κατάληψη της Αβντιίβκα, αυτή η προέλαση στις περισσότερες των περιπτώσεων αφορά προωθήσεις μερικών χιλιομέτρων και καταλήψεις δευτερεύουσας σημασίας χωριών και οικισμών. Ταυτόχρονα, στο Τσάσιβ Γιαρ που πολιορκείται εδώ και καιρό οι μάχες συνεχίζονται.
Γεννιούνται συνεπώς ορισμένα ερωτήματα. Η Ρωσία δεν θέλει να αναπτύξει την επίθεσή της πιο αποφασιστικά και αποτελεσματικά ή δεν μπορεί; Τι ισχύει και ποιοι οι λόγοι είτε για τη μια είτε για την άλλη εκδοχή του πράγματος; Ποιον ρόλο έπαιξε η αποτυχία της ουκρανικής αντεπίθεσης στις καθυστερήσεις της δυτικής βοήθειας και ποιον η «βραδυπορία» της ρωσικής προέλασης στην επανάληψή της; Και ακόμη, τι μπορεί να σημαίνει για τις εξελίξεις στο στρατιωτικό πεδίο η πλημμυρίδα των δυτικών οπλικών συστημάτων που εξαγγέλλεται και ήδη έχει αρχίσει να υλοποιείται;
Η πολιτική αποφασίζει
Δεν είμαι στρατιωτικός για να μπορώ να κάνω κάποιες -τουλάχιστον ρεαλιστικές- εκτιμήσεις. Άσε που και οι διάφορες παρεμβάσεις στρατιωτικών που βλέπουν το φως της δημοσιότητας βρίθουν αντιφάσεων. Επιστρέφω, λοιπόν, στην πολιτική διάσταση των πραγμάτων, καθώς θεωρώ ότι εκεί μπορούν να βρεθούν οι απαντήσεις. Αναμφίβολα οι εξελίξεις στο πεδίο των μαχών έχουν πάντα την αποφασιστική τους σημασία και επίδραση στη διαμόρφωση και των πολιτικών αποφάσεων. Μόνο που ισχύει και το αντίστροφο. Το ότι και οι πολιτικές κινήσεις μπορούν να επιδράσουν στη διαμόρφωση των συσχετισμών επί του πεδίου. Σε τελευταία ανάλυση, το αν, πώς και μέχρι πού θα συνεχιστεί αυτός ο πόλεμος θα ‘ναι οι πολιτικές ηγεσίες που θα το αποφασίσουν.
Θα ‘ναι η ρωσική ηγεσία που θα αποφασίσει αν θα προχωρήσει σε μια όλο και μεγαλύτερη χρήση του συνολικού της δυναμικού σε όπλα και ανθρώπινο δυναμικό. Θα ‘ναι οι δυτικές ηγεσίες που θα αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν, και μέχρι πού, να ενισχύουν το Κίεβο με οπλικά συστήματα. Θα ‘ναι οι ίδιες που θα αποφασίσουν το αν θα επιχειρήσουν το επόμενο σημαντικό και υψηλής επικινδυνότητας βήμα. Το αν δηλαδή θα καλύψουν τα ελλείμματα του Κιέβου σε στρατιωτικό προσωπικό και πέρα από το επίπεδο των στρατιωτικών συμβούλων και ειδικών.
Κλιμακώσεις και αδιέξοδα
Όπως και να ‘χει, αυτό που βλέπουμε να εξελίσσεται είναι μια διαρκής κλιμάκωση της αναμέτρησης σε όλο και πιο επικίνδυνα επίπεδα. Στην πραγματικότητα, όλες οι αντιμαχόμενες πλευρές έχουν εμπλακεί σε ένα αδιέξοδο που οι ίδιες έχουν δημιουργήσει με τις κινήσεις τους και από το οποίο δεν μπορούν να απεμπλακούν. Ας εξηγηθώ περισσότερο.
Όπως και παλιότερα έχω αναφέρει, καμιά πλευρά, για τους δικούς της λόγους η καθεμιά, δεν θα ήθελε οι εξελίξεις να οδηγηθούν σε μια συνολική πολεμική αναμέτρηση ΝΑΤΟ-Ρωσίας ή, πολύ περισσότερο, Δύσης-Ανατολής. Ακόμη περισσότερο δεν θα ‘θελαν τα πράγματα να φτάσουν σε μια πυρηνική αναμέτρηση, καθώς όλοι αντιλαμβάνονται τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο. Μόνο που οι ενέργειές τους ωθούν συνεχώς σε μια κλιμάκωση που μπορεί να οδηγήσει στην πρώτη των εκδοχών και αυτή με τη σειρά της στη δεύτερη.
Ένα θανάσιμο πόκερ
Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα. Οι αντιμαχόμενες πλευρές θέλουν ή και μπορούν να απεμπλακούν από το αδιέξοδο που οι ίδιες έχουν δημιουργήσει; Θεωρώ ευνόητο πως θα ‘θελαν κάτι τέτοιο. Μόνο που η καθεμιά θα το ήθελε με τους δικούς της όρους. Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Με βάση αυτά, μπορούμε να πούμε πως αυτό που βλέπουμε να εξελίσσεται είναι ένα θανάσιμο πόκερ. Ένα πόκερ στο οποίο η κάθε πλευρά ποντάρει κάθε τόσο και νέα οπλικά συστήματα αλλά και ανθρώπινα κορμιά, επισείοντας ταυτόχρονα τα πυρηνικά της ρέστα και ευελπιστώντας ότι θα αναγκάσει τον αντίπαλο να υποχωρήσει. Το μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτό και σε τι μπορεί να μετεξελιχθεί είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Το βέβαιο είναι ότι θα συνεχίσει να κοστίζει σε αίμα και καταστροφές.
Το ανέφικτο της ειρήνευσης
Αυτά τα δεδομένα σημαίνουν ορισμένα πράγματα. Κατ’ αρχάς για το αν υπάρχει η δυνατότητα μιας -συμβιβαστικής έστω- συμφωνίας ειρήνευσης. Αν κάτι τέτοιο -ειρήνευση- το θεωρήσουμε με την πλήρη και ουσιαστική έννοια του όρου, μπορούμε να το αποκλείσουμε. Οι διαφορές, οι αντιθέσεις είναι τέτοιες που δεν μπορούν να γεφυρωθούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπροστά στα αδιέξοδα και τους επαπειλούμενους κινδύνους μπορεί να αποκλειστεί παντελώς η πιθανότητα μιας «ανακωχής», μιας μορφής προσωρινού έστω συμβιβασμού ή, όπως λέγεται, «παγώματος» της σύγκρουσης. Μόνο που θα είναι όπως ακριβώς αναφέρεται. Προσωρινός. Μια ανάπαυλα την οποία κάθε πλευρά θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει για την ενίσχυση της θέσης της, για τη διαμόρφωση ευνοϊκών όρων για τον επόμενο γύρο.
Χωρίς αυταπάτες
Ας έχουμε συνεπώς καθαρά ορισμένα πράγματα. Ο κόσμος μπαίνει (έχει μπει εδώ και καιρό) σε μια σκοτεινή περίοδο. Μια περίοδο κυριαρχίας των δυνάμεων του συστήματος και παρόξυνσης των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ανταγωνισμών και αναμετρήσεων. Μια περίοδο που οι λαοί όχι μόνο της Ουκρανίας ή της Ρωσίας αλλά συνολικότερα (βλέπε και Παλαιστίνη) θα την πληρώνουν με κάθε είδους συνέπειες και με το ίδιο τους το αίμα.
Είναι καθαρό ότι από την κυριαρχία των δυνάμεων του συστήματος οι λαοί δεν μπορούν να περιμένουν τίποτε άλλο από αυτά που ήδη βιώνουν. Άλλο τόσο καθαρό είναι πως η μόνη δύναμη που μπορεί να αντιστρέψει την τροχιά που έχουν πάρει οι εξελίξεις είναι οι ίδιοι οι λαοί.
Από εκεί και πέρα, το κρίσιμο ερώτημα βρίσκεται στο πώς μπορούν οι λαοί να συγκροτήσουν τη δύναμή τους και σε επίπεδα που να γίνει ικανή να αναλάβει το ρόλο της. Αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση ή, αν θέλετε, το άλλο μεγάλο διακύβευμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου